Φώτης Κόντογλου

  

 Φώτης Κόντογλου
 
Ἐρημιά, ξέρακας 
τῆς ἀπελπισίας ζώνει 
τοὺς ἐγωιστές! 
Τρομάζουνε μὲ τὴ μοναξιά τους 
μόλις τὴ νοιώσουνε. 
Ἀπὸ πάνω τους ὁ οὐρανὸς 
εἶναι ἔρημος, ἀδειανός, 
ἡ γῆ ἔρημη,
 οἱ ἄνθρωποι καρδιὲς ἔρημες,
 γιατὶ ποτέ τους
 δὲν γνοιασθήκανε γι᾿ αὐτές, καὶ ἔτσι κόπηκε 
κάθε τρυφερὴ ἀνταπόκριση μαζί τους. Στὸ τέλος καταλαβαίνουνε 
οἱ τέτοιοι πὼς μὲ τὰ λεπτὰ δὲν ἀγοράζουνται ὅλα τὰ πάντα.
 Καὶ πώς, ἴσια – ἴσια, ὅσα δὲν ἀγοράζουνται μὲ τὰ λεφτὰ αὐτὰ 
εἶνε ποὺ ἔχουνε τὴν πιὸ μεγάλη ἀξία. Καὶ πὼς ἀπ᾿ 
αὐτὰ ἔχουνε μεγάλη ἀνάγκη, ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ δὲν ἀγοράζουνται.

Σὲ ποιὸ μέρος πουλᾶνε τὴν ἡσυχία τῆς ψυχῆς, 
τὴν ἁγνότητα, τὴν ἁπλότητα, τὴν κρυφὴ χαρὰ 
ποὺ νοιώθει ὁ ἄνθρωπος κοντὰ στὸν Θεὸ σὲ στιγμὴ 
ποῦ ζεῖ κρυμμένος ἀπὸ τὸν κόσμο, τὴν πραότητα,
 τὴν ἀγάπη; Δὲν τὰ πουλᾶνε σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μαγαζιὰ
 κι᾿ ἀπὸ τὰ παζάρια γιὰ τὸ διάφορο, τὴν ἀπονιὰ γιὰ τοὺς ἄλλους, 
τὴν ψευτιὰ κάθε λογῆς, κι᾿ ὅσα πᾶνε μαζὶ μ᾿ αὐτά, 
δηλαδὴ τὸν ἐγωισμό, τὴν περηφάνεια, τὴν καταλαλιά, 
μ᾿ ἕναν λόγο τὸ χοντροπέτσιασμα τῆς ψυχῆς.
Τί μεγαλομανία σ᾿ ἔχει πιάσει, ἀδελφέ μου,

 καὶ δὲν βρίσκεις ἡσυχία 
καὶ χτίζεις πατώματα 
ἀπάνω στὰ πατώματα, 
κι᾿ ἔχεις δυὸ-τρία αὐτοκίνητα
 καὶ κότερα καὶ 
κάθε λογῆς μάταια πράγματα! 
Γύρισε καὶ κύτταξε καὶ τὸν ἀδελφό σου, νὰ δροσισθεῖ ἡ ψυχή σου 
μὲ τὴν εὐλογημένη καλωσύνη, ποὺ τὴν ξεράνανε τὰ τσιμέντα,
 οἱ ψεύτικες κουβέντες, οἱ συμφεροντολογικὲς παρέες, 
οἱ συνοφρυωμένες ἀξιοπρέπειες.
Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις θυσίες, τουλάχιστον νὰ συχαθεῖς τὴν ἀδικία.
 Μὴν ἀδικεῖς. Ἡ ἀδικία εἶναι σιχαμερὴ στρίγγλα, χωρίστρα τῶν ἀνθρώπων,
 ἀνθρωποκτονία σὰν τὸν πατέρα της τὸν σατανᾶ.
Τί θὰ δίνανε πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτούς, ποὺ κερδίσανε τὸν κόσμο 
καὶ χάσανε τὴν ψυχή τους, γιὰ νὰ νοιώσουνε ὅ,τι νοιώθουνε 
οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν χάσανε τὴν ψυχή τους!

Ἂν τύχει νὰ ξεκόψει κανένας τέτοιος ἀπὸ τὴν ψεύτικη παρέα του
 καὶ βρεθεῖ στὴ συντροφιὰ τῶν ἁπλῶν, τῶν ἀχάλαστων,
 νοιώθει πὼς ζεῖ ἀληθινὰ καὶ σὰν ἀπογευθεῖ τὰ ἁγνὰ αἰσθήματα
 ὕστερα ἀπὸ τὴν ψευτιά, καταλαβαίνει τέτοια χαρά,
 ποὺ κάνει σὰν τὸν ἄνθρωπο ποὺ ξαναγεννήθηκε, 
σὰν τυφλὸς ποὺ εἶδε τὸ φῶς του.

Κάτι τέτοιοι δὲν ξεκολλᾶνε 
πιὰ οἱ κακόμοιροι 
ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῶν ἁπλῶν,
 τῶν γκαρδιακῶν ἀνθρώπων. 
Ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεμακρύνει 
ἀπὸ τὰ ψεύτικα πρέπει νἄχει λίγη ψυχή.
 Ἀλλοιῶς δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς ψευτιά.
Ὁ ἄμμος τῆς Σαχάρας, ὅση βροχὴ κι᾿ ἂν πέσει ἀπάνω του,
 δὲν φυτρώνει τίποτα.
 Ἂν πεῖς πάλι σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, 
τοὺς φτωχούς, 
νὰ περάσει μισὴ ὥρα μὲ τὴν παρέα τῶν κοσμικῶν,
 καλύτερα ἔχει νὰ τὸν βάλεις στὸ μπουντρούμι, 
παρὰ νὰ βλέπει καὶ ν᾿ ἀκούγει ἐκεῖνα τὰ ψεύτικα κομπλιμέντα,
 τὶς ἀνάλατες συζητήσεις, τὰ κρύα χωρατά.
Στὴ συναναστροφὴ ποὺ κάνουνε αὐτοὶ οἱ ψευτισμένοι,
 θαρρεῖς πὼς τοὺς χωρίζει ἕνας τοῖχος τὸν ἕναν ἀπὸ τὸν ἄλλον.

 Ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ποὺ ζοῦνε μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, νοιώθουνε πὼς οἱ καρδιές τους γίνονται ἕνα, πὼς ἀκουμπᾶ ὁ ἕνας ἀπάνω στὸν ἄλλον καὶ ξεκουράζεται. Ἀγαπᾶ καὶ ἀγαπιέται, 
χαίρεται καὶ δίνει χαρά.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από enot-poloskun. Από το Blogger.