Το τέλειο έγκλημα



Τον Δεκέμβριο του 2000, κοντά στην πόλη του Βρότσλαβ της Πολωνίας, οι ψαράδες βρήκαν στον ποταμό το πτώμα ενός άνδρα με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη και με μια θηλιά στον λαιμό. Η πρωταρχική έρευνα της υπόθεσης της φρικτής δολοφονίας δεν είχε αποτελέσματα, και μόνο λίγα χρόνια αργότερα προέκυψε ένα δυσδιάκριτο στοιχείο που οδήγησε τον ντετέκτιβ Γιάτσεκ Βρομπλέβσκι στον ύποπτο, τον Κρίστιαν Μπάλα, συγγραφέα του μεταμοντέρνου προκλητικού μυθιστορήματος «Λύσσα», το οποίο περιέγραφε με ανατριχιαστικές ομοιότητες μια παρόμοια δολοφονία. Ας ακολουθήσουμε την πορεία της συναρπαστικής έρευνας.

Το (φαινομενικά) «τέλειο έγκλημα»
Ένα μήνα πριν ξεβραστεί στον ποταμό Όντερ το ημίγυμνο σώμα του Ντάριους Γιανιζέφσκι, ενός 35χρονου επιχειρηματία, διευθυντή διαφημιστικής εταιρείας, ένας άνδρας πήρε τηλέφωνο στο γραφείο της εταιρείας του, στο Βρότσλαβ. Η μητέρα του Ντάριους, που εργαζόταν ως λογίστρια στην εταιρεία του, απάντησε στην κλήση. Μέσα από έναν δυνατό θόρυβο, μια ανδρική φωνή σαν πνιχτό βουητό τής είπε: «Θα μπορέσατε να κάνετε τρεις αρκετά μεγάλες πινακίδες, και την τρίτη να είναι ακόμη μεγαλύτερη, στο μέγεθος διαφημιστικής πινακίδας;»
Η μητέρα του Γιανιζέφσκι προσπάθησε να μάθει λεπτομέρειες, ο υποψήφιος πελάτης όμως απάντησε ότι ήθελε να μιλήσει μόνο με τον Ντάριους. Ο γιος της έλειπε εκτός γραφείου εκείνο το πρωί, και έτσι η γυναίκα έδωσε στον άνδρα τον αριθμό του κινητού του. Η φωνή του άγνωστου άνδρα δεν της φάνηκε ύποπτη: Ήταν σίγουρη πως επρόκειτο για ένα συνηθισμένο επαγγελματικό τηλεφώνημα.

Λίγες ώρες αργότερα, ο Γιανιζέφσκι εμφανίστηκε στο γραφείο: Ο επίμονος πελάτης τού είχε ήδη τηλεφωνήσει και είχαν κλείσει ραντεβού. Εκείνο το απόγευμα ήταν η τελευταία φορά που είδαν τον Γιανιζέφσκι ζωντανό.

Κάποια στοιχεία έδειχναν ότι το έγκλημα ήταν προσχεδιασμένο και ότι ο δολοφόνος δεν το διέπραξε μόνος του. Για κάποιο λόγο, ο Γιανιζέφσκι δεν πήγε στη συνάντηση με το αυτοκίνητό του. Το Peugeot του παρέμεινε στο πάρκινγκ. Υπήρχαν επίσης μάρτυρες που ισχυρίστηκαν ότι δύο άντρες, χωρίς κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ακολούθησαν τον επιχειρηματία από τη στιγμή που βγήκε από το γραφείο. Προφανώς, έπεισαν τον Γιανιζέφσκι να μπει στο αυτοκίνητό τους ή τον ανάγκασαν να το κάνει με τη βία.

Μετά την ανακάλυψη της σορού του Γιανιζέφσκι -με ίχνη βασανιστηρίων και ασιτίας ημερών- η αστυνομία ξεκίνησε την έρευνα. Η βία με την οποία διαπράχθηκε η δολοφονία θα μπορούσε να υποδεικνύει ότι ο απαγωγέας γνώριζε το θύμα του. Ωστόσο, παρά τις ανακρίσεις δεκάδων υπαλλήλων και γνωστών του θύματος, δεν βρέθηκαν κάποια στοιχεία. Δεν βοήθησαν ούτε οι αναζητήσεις στο παράκτιο δάσος ούτε στον πυθμένα του ποταμού.

Η έρευνα σταμάτησε και η υπόθεση έκλεισε λίγους μήνες αργότερα λόγω της «αδυναμίας εντοπισμού του δράστη ή των δραστών», όπως αναφέρεται στην αστυνομική έκθεση. Ο πολωνικός Τύπος χαρακτήρισε αυτή τη δολοφονία ως «το τέλειο έγκλημα». Δεν ήταν όμως το τέλος.

Η υπόθεση του Γιανιζέφσκι βρισκόταν στα αρχεία του αστυνομικού τμήματος του Βρότσλαβ για τρία χρόνια μέχρι την ώρα που τελικά έπεσε στα χέρια του ντετέκτιβ Γιάτσεκ Βρομπλέβσκι, με το παρατσούκλι «Τζακ Σπάροου». Το ασυνήθιστο ψευδώνυμο προερχόταν από το όνομα του αστυνομικού: Το όνομα Γιάτσεκ είναι το πολωνικό αντίστοιχο του Τζακ, ενώ το «βρόμπελ» μεταφράζεται σε «σπουργίτι» στα πολωνικά ((σ.σ. σπάροου σημαίνει σπουργίτι στα αγγλικά).

Η λεπτομέρεια που κανείς δεν είχε παρατηρήσει
Το φθινόπωρο του 2003, ο 38χρονος ντετέκτιβ Γιάτσεκ Βρομπλέβσκι άνοιξε για πρώτη φορά τον φάκελο με την υπόθεση του Γιανιζέφσκι. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Βρομπλέβσκι είχε εργαστεί στην αστυνομία για λιγότερο από 10 χρόνια. Εκτός από τις επαγγελματικές του δεξιότητες ως ντετέκτιβ, είχε γνώσεις στην εγκληματική ψυχολογία που είχε αποκτήσει σε πανεπιστημιακές διαλέξεις και διακατεχόταν από ένα πραγματικό πάθος για το κυνήγι: Πάνω από το γραφείο του ήταν κρεμασμένα τα κέρατα ενός τράγου – ένα είδος συμβόλου της σύλληψης του πρώτου του δολοφόνου.
Ο Βρομπλέβσκι γνώριζε από την εμπειρία του ότι το κλειδί για τις άλυτες υποθέσεις συχνά κρύβεται στο κείμενο της ίδιας της έκθεσης – κάτι που ίσως να είχε ξεφύγει κατά την πρώτη έρευνα. Αφού εξέτασε την υπόθεση, ο ντετέκτιβ σημείωσε μια σημαντική λεπτομέρεια: Ο δολοφόνος τηλεφώνησε ως πελάτης στο γραφείο του Γιανιζέφσκι από έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Έτσι εξηγούνταν ο δυνατός θόρυβος που ακουγόταν κατά τη διάρκεια της συνομιλίας, σύμφωνα με την κατάθεση της μητέρας του θύματος. Για τις επόμενες μέρες και νύχτες, ο Βρομπλέβσκι διάβαζε αρκετές φορές την έκθεση αναζητώντας νέα στοιχεία μέχρι που παρατήρησε ότι το κινητό τηλέφωνο του θύματος δεν βρέθηκε ποτέ.

Εκείνη την εποχή, η πολωνική αστυνομία, ακολουθώντας το παράδειγμα των δυτικοευρωπαίων συναδέλφων, άρχισε να μελετά τις μεθόδους παρακολούθησης κλήσεων από τα κινητά τηλέφωνα. Έτσι, ο Βρομπλέβσκι συνεργάστηκε με έναν ειδικό στις τηλεπικοινωνίες ο οποίος εργαζόταν ήδη στο αστυνομικό τμήμα του Βρότσλαβ. Παρόλο που μετά την εξαφάνιση του Γιανιζέφσκι κανείς δεν χρησιμοποίησε την κάρτα SIM του, κατόρθωσαν να εντοπίσουν τον σειριακό αριθμό της συσκευής.

Προς έκπληξη του ντετέκτιβ, το στοιχείο οδήγησε σε μια διαδικτυακή δημοπρασία, όπου η συσκευή με τον ίδιο σειριακό αριθμό πωλήθηκε μόλις τέσσερις ημέρες μετά την εξαφάνιση του Γιανιζέφσκι. Το ψευδώνυμο του πωλητή -Chris B.7- ανήκε στον Κρίστιαν Μπάλα, τον 30χρονο συγγραφέα με μεταπτυχιακό στη Φιλοσοφία.

Φαινόταν απίθανο ότι ο δράστης που σχεδίαζε την (φαινομενικά) τέλεια δολοφονία πούλησε το κινητό του θύματος μέσω διαδικτύου. Ο Μπάλα θα μπορούσε εύκολα να το είχε αγοράσει σε ένα κατάστημα μεταχειρισμένων κινητών ή από τον πραγματικό δολοφόνο και αργότερα να το είχε μεταπωλήσει. Ωστόσο, μόλις είχε εμφανιστεί ένας ύποπτος στην υπόθεση και η έρευνα τελικά προχώρησε.

Διανοούμενος, επαναστάτης, δολοφόνος
Από το 2001, ο Κρίστιαν Μπάλα, ένας διανοούμενος με πάθος για τη φιλοσοφία του μεταμοντερνισμού, ταξίδευε παντού στον κόσμο περνώντας περιστασιακά από την Πολωνία για να επισκεφτεί τους γονείς του. Είχε ζήσει στις ΗΠΑ και στην Ασία όπου δίδασκε αγγλικά και καταδύσεις.
Το 1997 είχε αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο του Βρότσλαβ, όπου, σύμφωνα με τους καθηγητές του, ήταν ένας από τους καλύτερους φοιτητές. Η καθηγήτρια Φιλοσοφίας, Μπεάτα Σιέροτσκα, τον χαρακτήρισε ως έναν άνθρωπο με αχόρταγη δίψα για γνώση και «περίεργο, επαναστατικό μυαλό», προσθέτοντας ότι στην καθημερινότητά του ήταν ένα «ευγενικό, ζωηρό, εργατικό άτομο με αρχές».

Ο ίδιος ο Κρίστιαν, κουβεντιάζοντας με τους φίλους του, έλεγε με περηφάνια πως ήταν μηδενιστής και επαναστάτης. Χρησιμοποίησε τις βαθιές ακαδημαϊκές γνώσεις του μάλλον ως βάση για τη δημιουργία της δικής του αντι-πολιτισμικής φιλοσοφίας, συχνά διαστρεβλώνοντας τις ιδέες των Νίτσε, Φουκώ, Μπάροουζ, Χάιντεγκερ και ντε Σαντ για να ταιριάζουν στο όραμά του. Δήλωνε ότι μισούσε τις «τυπικότητες», ότι ήταν «έτοιμος για οτιδήποτε», και επέμεινε ότι «δεν θα ζήσει πολύ, αλλά θα ζήσει σθεναρά».

Το προκλητικό μυθιστόρημα και η ύποπτα όμοια περιγραφή δολοφονίας
Στο προκλητικό μυθιστόρημά του «Λύσσα» (σ.σ. ο τίτλος του πρωτοτύπου είναι «Amok»), το οποίο δημοσιεύτηκε το 2003, ο Κρίστιαν Μπάλα εξέφραζε τις ριζοσπαστικές του απόψεις. Στο εξώφυλλο του βιβλίου ήταν απεικονισμένα τα κέρατα ενός τράγου, ένα αντιχριστιανικό σύμβολο που αντικατοπτρίζει πλήρως την ουσία του έργου. Η ιστορία είναι σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ο πρωταγωνιστής, τον οποίον λένε Κρις, κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος ασχολείται με φιλοσοφικά ζητήματα, πίνει, κοιμάται με γυναίκες και στο τέλος, χωρίς κάποιο προφανή λόγο, σκοτώνει την ερωμένη του.
Όταν ο Βρομπλέβσκι, μελετώντας τη βιογραφία του Κρίστιαν Μπάλα, εντόπισε το βιβλίο, τού έκανε μεγάλη εντύπωση το σαδιστικό, πορνογραφικό και φρικτό περιεχόμενό του. Ο ντετέκτιβ δεν ήταν ειδικός ούτε στη φιλοσοφία ούτε στη μεταμοντέρνα λογοτεχνία. Έβλεπε το κείμενο του βιβλίου ως μια έκθεση εγκλήματος, στην οποία αναζητούσε στοιχεία που θα μπορούσαν να αποδείξουν την ενοχή του συγγραφέα.

Ο Βρομπλέβσκι έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην περιγραφή της σκηνής δολοφονίας της γυναίκας: «Έσφιξα τη θηλιά γύρω από τον λαιμό της. Με το άλλο μου χέρι κάρφωσα το μαχαίρι κάτω από το αριστερό της στήθος... Παντού υπήρχε αίμα». Στη συνέχεια, ο Κρις έπρεπε να ξεφορτωθεί τα αποδεικτικά στοιχεία: «Πούλησα το γιαπωνέζικο μαχαίρι σε δημοπρασία στο διαδίκτυο». Αυτή η φράση, η οποία σαν να αναφερόταν στο χαμένο κινητό τηλέφωνο του Γιανιζέφσκι, εντυπωσίασε τον αστυνομικό: Υπήρχαν πάρα πολλές συμπτώσεις για να είναι τυχαίο.

Στο κείμενο του μυθιστορήματος, ο πρωταγωνιστής υπονοούσε επανειλημμένα το γεγονός ότι είχε σκοτώσει και στο παρελθόν: Είχε αναφέρει έναν άνδρα, η «συμπεριφορά του οποίου απέναντί μου ήταν ακατάλληλη πριν από 10 χρόνια». «Όλοι το θεωρούν μύθο. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Να πάρει! Μερικές φορές ούτε εγώ δεν το πιστεύω» παραδέχεται ο πρωταγωνιστής.

Η ομολογία του πρωταγωνιστή, σύμφωνα με τον Βρομπλέβσκι, σήμαινε την ομολογία της δολοφονίας του ίδιου του συγγραφέα, δηλαδή του Κρίστιαν Μπάλα. Ωστόσο, τα αποσπάσματα από το βιβλίο, δεν θα μπορούσαν να αποτελούν μια σοβαρή απόδειξη για το δικαστήριο, πόσο μάλλον το γεγονός ότι ο ντετέκτιβ δεν είχε βρει ακόμη τη σχέση που θα μπορούσε να έχει ο κύριος ύποπτος με το θύμα. Ο Βρομπλέβσκι συνειδητοποιούσε ότι χρειαζόταν αποδείξεις και κίνητρο για το έγκλημα.

Από τη λογοτεχνική ανάλυση στη... «λογοτεχνική ανάκριση»
Η νέα έρευνα ξεκίνησε αφού ο αστυνομικός Βρομπλέβσκι έδωσε σε κάθε άτομο της ομάδας του από ένα αντίγραφο του μυθιστορήματος «Λύσσα» με την εντολή να διαβάσει ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο και να κάνει τη «λογοτεχνική ανάλυση». Τον ενδιέφεραν οποιαδήποτε στοιχεία που ενδεχομένως τους είχαν διαφύγει, κάποια πιθανά κρυπτογραφημένα μηνύματα και τυχόν παραλληλισμοί με την πραγματικότητα. Ο ίδιος ο Βρομπλέβσκι συνέχισε να μελετά προσεκτικά το έργο του Κρίστιαν Μπάλα.
Παρά τις υποψίες του, ο ντετέκτιβ δεν βιαζόταν να ανακρίνει τους συγγενείς του συγγραφέα, προτιμώντας να προχωρήσει με προσοχή: Εκείνη την εποχή ο Μπάλα ήταν ακόμα στο εξωτερικό, δηλαδή εκτός εμβέλειας της πολωνικής αστυνομίας. Οποιεσδήποτε δραστηριότητες της αστυνομίας πιθανόν να τον ανάγκαζαν να κρυφτεί. Αντίθετα, ο Βρομπλέβσκι και η ομάδα του ξεκίνησαν με τη μελέτη των δημόσιων αρχείων και την ανάκριση των πιο απομακρυσμένων φίλων του Μπάλα, συγκρίνοντας σταδιακά τον συγγραφέα με τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματός του. Είχαν αρκετές ομοιότητες: Όπως και ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας είχε χωρίσει με τη γυναίκα του, έπινε πολύ, λάτρευε τη φιλοσοφία και ταξίδευε σε όλο τον κόσμο. Η τελευταία λεπτομέρεια οδήγησε τους ερευνητές σε ένα άλλο στοιχείο.

Τον Φεβρουάριο του 2002, η πολωνική τηλεόραση μετέδωσε ένα ρεπορτάζ για την υπόθεση της δολοφονίας του Γιανιζέφσκι. Λίγο αργότερα, στον ιστότοπο της εκπομπής ανέβηκαν οι απαραίτητες πληροφορίες για οποιονδήποτε ήθελε να βοηθήσει στη διαλεύκανση του εγκλήματος. Ο Βρομπλέβσκι και η ομάδα του παρακολουθούσαν εκατοντάδες διευθύνσεις IP των επισκεπτών του ιστότοπου, αρκετές από τις οποίες προέρχονταν από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι κάποιοι ξένοι έδειχναν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για πληροφορίες στα πολωνικά σχετικά με ένα παλιό έγκλημα στο Βρότσλαβ.

Εν τω μεταξύ, ο Κρίστιαν Μπάλα δεν βιαζόταν να επιστρέψει στην Πολωνία. Έμεινε στο εξωτερικό μέχρι το φθινόπωρο του 2005. Δούλευε ως καθηγητής αγγλικών και αρθρογράφος ταξιδιωτικών περιοδικών. Για δύο χρόνια ο Βρομπλέβσκι περίμενε με υπομονή τη συνάντηση με τον συγγραφέα, ενώ ταυτόχρονα συγκέντρωνε πληροφορίες, επειδή ήταν σίγουρος ότι αργά ή γρήγορα ο Μπάλα θα επισκεπτόταν τους γονείς του.

Στις 5 Σεπτεμβρίου του 2005, ο Κρίστιαν Μπάλα συνελήφθη στο Βρότσλαβ και μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα για ανάκριση. Σύμφωνα με την αστυνομία, του έβαλαν χειροπέδες και μεταφέρθηκε στο γραφείο του Βρομπλέβσκι χωρίς τη χρήση βίας. Ωστόσο, ο ίδιος ο συγγραφέας διηγήθηκε αργότερα μια εντελώς διαφορετική ιστορία:
«Περίπου στις 14:30, όταν έβγαινα από το φαρμακείο στην οδό Λεγκνίτσκα στο Χοϊνόφ, μου επιτέθηκαν τρεις άνδρες. Ο ένας από αυτούς κράτησε τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου, ο άλλος έσφιξε τον λαιμό μου ώστε σχεδόν δεν μπορούσα να αναπνεύσω». Στη συνέχεια, υποτίθεται ότι τον έσπρωξαν μέσα στο αυτοκίνητο και έβαλαν μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι του. «Με διέταξαν να ξαπλώσω» ισχυρίστηκε ο Μπάλα. Ο συγγραφέας επέμεινε επίσης ότι δεχόταν απειλές από τους αστυνομικούς εάν τυχόν αρνούνταν να συνεργαστεί. «Τίποτα από αυτά δεν είχε συμβεί» δήλωσε αργότερα ο Βρομπλέβσκι.

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εκείνη την ημέρα ο Κρίστιαν Μπάλα συνάντησε για πρώτη φορά τον φανατικό «θαυμαστή» του, Γιάτσεκ Βρομπλέβσκι. Η συνάντηση έγινε στο γραφείο του, όπου στον τοίχο ήταν κρεμασμένα τα κέρατα του τράγου σαν να είχαν βγει από το εξώφυλλο του μυθιστορήματος «Λύσσα». Ο ντετέκτιβ, ο οποίος δεν είχε ακόμη κάποια σοβαρά στοιχεία εναντίον του συγγραφέα, ξεκίνησε τη «λογοτεχνική ανάκρισή» του, επικαλούμενος τις περίεργες συμπτώσεις του κειμένου με την πραγματικότητα.

«Ήταν τρελό» παραδέχτηκε αργότερα ο Μπάλα. «Αντιλαμβανόταν το βιβλίο μου σαν να ήταν κυριολεκτικά η αυτοβιογραφία μου. Πρέπει να είχε διαβάσει το βιβλίο 100 φορές. Το ήξερε απ' έξω».

Στο τέλος, ο Βρομπλέβσκι ανέφερε τα γεγονότα. Ρώτησε τον ύποπτο πού βρήκε το κινητό τηλέφωνο του θύματος. Ο Μπάλα απάντησε ότι μπορεί να το είχε αγοράσει από ένα κατάστημα μεταχειρισμένων κινητών, όπως είχε κάνει αρκετές φορές. Συμφώνησε να απαντήσει στις ερωτήσεις του Βρομπλέβσκι με τη χρήση ενός ανιχνευτή ψεύδους:

«Λίγη ώρα πριν πεθάνει ο Ντάριους Γιανιζέφσκι, ξέρατε ότι αυτό θα συμβεί;»
«Εσείς τον σκοτώσατε;»

«Γνωρίζετε ποιος τον σκότωσε πραγματικά;»

«Γνωρίζατε τον Γιανιζέφσκι;»

«Έχετε πάει στο μέρος όπου ο Γιανιζέφσκι κρατήθηκε όμηρος;»

Ο Μπάλα απάντησε αρνητικά σε καθεμία από αυτές τις ερωτήσεις. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης όμως, μερικές φορές προσπαθούσε να κρατήσει την αναπνοή του, οπότε ο ειδικός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Μπάλα προσπαθούσε να παραποιήσει το αποτέλεσμα της εξέτασης. Ωστόσο, παρά τα αντιφατικά αποτελέσματα του τεστ, ο Κρίστιαν Μπάλα αφέθηκε ελεύθερος λίγο μετά τη σύλληψή του. Σύμφωνα με τον νόμο, δεν μπορούσε να κρατηθεί για πάνω από 48 ώρες. Η αστυνομία δεν είχε τίποτα εναντίον του συγγραφέα της «Λύσσας», εκτός από έμμεσες αποδείξεις που δεν ήταν αρκετές για να απαγγελθεί κατηγορία.

Ο Βρομπλέβσκι, όμως, παρατήρησε τα γραμματόσημα από την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και τις ΗΠΑ στο διαβατήριο του Μπάλα. Οι χρονικές περιόδους που πέρασε ο Μπάλα σε αυτές τις χώρες συνέπιπταν με τις ημερομηνίες που κάποιοι ξένοι επισκέπτες έμπαιναν στον ιστότοπο των πληροφοριών σχετικά με τη δολοφονία του Γιανιζέφσκι.

Συμπληρώνοντας τα τελευταία κομμάτια του παζλ
Μετά την ανάκριση, ο Μπάλα δεν μπορούσε να φύγει από την Πολωνία, οπότε ο Βρομπλέβσκι κατάφερε τελικά να ανακρίνει τους συγγενείς και τους στενούς του φίλους. Όμως, ενώ ο ντετέκτιβ συνέχισε την έρευνά του, ο συγγραφέας έβαλε στόχο να κατηγορήσει το αστυνομικό τμήμα του Βρότσλαβ για υπέρβαση εξουσίας.

Ο Κρίστιαν Μπάλα έγραψε επιστολές σε διεθνείς οργανισμούς ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στο PEN International, έναν παγκόσμιο οργανισμό συγγραφέων. Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Λύσσα» παραπονιόταν ότι τον «κατασκόπευαν», προσθέτοντας: «Θέλω να ξέρετε, ότι θα παλέψω μέχρι τέλους».

Η Ντενίζ Ράινχαρτ, μια σκηνοθέτης θεάτρου και ένα από τα κορίτσια του Μπάλα, με την οποία ταξίδεψε στις ΗΠΑ και τη Νότια Κορέα, υποστήριξε τον συγγραφέα δημοσιεύοντας μια ανοιχτή επιστολή στο διαδίκτυο. Ήταν σίγουρη ότι οι κατηγορίες ήταν παράλογες και ότι η έρευνα έπρεπε να σταματήσει αμέσως.

«Ο Κρίστιαν είναι ο συγγραφέας του φιλοσοφικού μυθιστορήματος “Λύσσα”. Είναι γραμμένο σε σκληρή γλώσσα, το περιεχόμενό του είναι συγκλονιστικό, και υπάρχουν επίσης αρκετές μεταφορές που μπορούν να θεωρηθούν ως κριτική της Καθολικής Εκκλησίας και των παραδόσεων της Πολωνίας. Κατά τη διάρκεια της σκληρής ανάκρισης, η αστυνομία αναφερόταν επανειλημμένα στο βιβλίο του, χρησιμοποιώντας το ως απόδειξη της ενοχής του» έγραψε η Ντενίζ Ράινχαρτ.
Σύντομα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Πολωνίας πλημμύρισε από αιτήματα για την επανεξέταση της υπόθεσης του Μπάλα και την τιμωρία των υπευθύνων για την παράνομη κράτησή του.
Εν τω μεταξύ, ο Βρομπλέβσκι και η ομάδα του, παρά την πίεση του κόσμου, συνέχισαν την έρευνα και βρήκαν ακόμη ένα στοιχείο. Ήταν ήδη γνωστό ότι την ημέρα της δολοφονίας του Ντάριους Γιανιζέφσκι, και οι δύο κλήσεις -στο γραφείο και στο κινητό τηλέφωνο του θύματος- πραγματοποιήθηκαν από έναν τηλεφωνικό θάλαμο στον δρόμο. Στη συνέχεια οι ειδικοί των τηλεπικοινωνιών ανακάλυψαν τον αριθμό της τηλεκάρτας που είχε χρησιμοποιήσει ο εγκληματίας για να κάνει τις κλήσεις. Με τη συγκεκριμένη τηλεκάρτα είχαν πραγματοποιηθεί 32 κλήσεις. Ανάμεσά τους βρισκόταν ο αριθμός κατοικίας των γονέων του Μπάλα, της φίλης του, κάποιων στενών φίλων και συναδέλφων του. «Η αλήθεια γίνεται όλο και πιο προφανής» κατέληξε ο Βρομπλέβσκι.

Έμενε να βρεθεί το κίνητρο. Η κατάθεση μιας φίλης της πρώην συζύγου του συγγραφέα, της Στανισλάβα, με την οποία ο Μπάλα χώρισε λίγο πριν τη δολοφονία, βοήθησε την αστυνομία. Το καλοκαίρι του 2000, τα κορίτσια πήγαν μαζί στο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης «Crazy Horse» στο Βρότσλαβ, όπου η Στανισλάβα γνώρισε έναν άνδρα με μακριά μαλλιά και μπλε μάτια. Το όνομά του ήταν Ντάριους Γιανιζέφσκι.

Η Στανισλάβα επιβεβαίωσε την κατάθεση της φίλης της: «Είχα παραγγείλει τηγανιτές πατάτες και ρώτησα τον άνδρα στο μπαρ αν ήξερε πότε θα ήταν έτοιμες. Ήταν ο Ντάριους». Μιλούσαν όλη τη νύχτα, και ο Γιανιζέφσκι της έδωσε τον αριθμό του κινητού του. Αργότερα είχαν και ένα ραντεβού και μάλιστα ενοικίασαν ένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Η Στανισλάβα επέμεινε ότι δεν είχε συμβεί τίποτα περισσότερο μεταξύ τους, ωστόσο, αυτό δεν είχε πια σημασία: Ο Μπάλα έμαθε για την απιστία από έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ.

Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο φιλόσοφος και διανοούμενος πήγε μεθυσμένος στο σπίτι της πρώην συζύγου του, έσπασε την εξώπορτα και χτύπησε τη γυναίκα. «Ανέφερε επίσης ότι είχε πάει στο γραφείο του Ντάριους και μου τον περιέγραψε» δήλωσε η Στανισλάβα. «Στη συνέχεια είπε ότι ήξερε σε ποιο ξενοδοχείο είχαμε πάει και σε ποιο δωμάτιο είχαμε μείνει».

Ήταν η άμεση απόδειξη ότι ο Μπάλα είχε δει και γνώριζε το θύμα. Ο ντετέκτιβ Γιάτσεκ Βρομπλέβσκι δεν είχε πλέον αμφιβολίες για την ταυτότητα του εγκληματία. Θα μπορούσε να απαντήσει με ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Λύσσα»:

«Ήταν ένας άνθρωπος που σκοτώθηκε από τυφλή ζήλια».
Η δίκη και η αποκάλυψη σχεδίου για νέο φόνο
Το 2008, ο Κρίστιαν Μπάλα καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλάκισης για τη δολοφονία του Ντάριους Γιανιζέφσκι. Ο συγγραφέας δεν ομολόγησε ποτέ το έγκλημα. Κατά τη διάρκεια της δίκης, απαντώντας στις ερωτήσεις, παρέμεινε πιστός στη φιλοσοφική του θεωρία, προσπαθώντας να ξεφύγει από τις απαντήσεις ή να μετατρέψει τα πάντα σε ένα «γλωσσικό παιχνίδι».
Χάρη στη διαφήμιση μέσω του Τύπου, το μυθιστόρημα «Λύσσα» έγινε μπεστ σέλερ για μερικά χρόνια, μετά την καταδικαστική απόφαση, όμως, εξαφανίστηκε από την αγορά. Ωστόσο, ο συγγραφέας του μυθιστορήματος, προφανώς, δεν είχε σκοπό να σταματήσει σε ένα μυθιστόρημα. Λίγο πριν τη σύλληψη του Κρίστιαν Μπάλα, στον υπολογιστή του βρέθηκαν κάποια αρχεία που έδειχναν ότι σχεδίαζε έναν άλλο φόνο.

Το 2018 κυκλοφόρησε η ταινία «Dark Crime» με τον Τζιμ Κάρεϊ σε σκηνοθεσία του Έλληνα σκηνοθέτη, Αλέξανδρου Αβρανά, βασισμένη στην υπόθεση της δολοφονίας του Ντάριους Γιανιζέφσκι.
Στη φυλακή, ο Κρίστιαν Μπάλα ανακοίνωσε ότι έγραφε ένα νέο βιβλίο με τίτλο «De Liryk».
sputniknews.gr
Κάνουμε Like and share το άρθρο, με αυτόν τον τρόπο μας επιβραβεύετε. Fair Notice -Mε επιφύλαξη παντός νόμιμου δικαιώματος:Το newsplanet09 όπως και η σελίδα μας newsplanet09 στο facebook απαγορεύει ρητώς από 9/6/20 οποιαδήποτε επισήμανση ή χαρακτηρισμό των άρθρων του από μη αναγνωρισμένες από το Ελληνικό κράτος, αλλά και τους διεθνείς νόμους προστασίας ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθερίας άποψης και ιδεών από διαδικτυακές οργανώσεις, οι οποίες δεν συνάδουν με το Σύνταγμα & τους νόμους της χώρας μας, και τις οποίες δεν αναγνωρίζουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από enot-poloskun. Από το Blogger.