ΜΕΓΙΣΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΙΟΙ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 Α!ΜΕΡΟΣ

 

ΟΙ ΜΕΓΙΣΤΟΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΤΑΓΩΝ ΠΟΥ ΥΠΗΡΧΑΝ ΣΕ ΕΤΟΥΤΟΝ ΤΟΝ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΤΟΠΟ ΕΓΡΑΦΑΝ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ Η ΣΠΙΘΑ ΠΟΥ ΚΡΑΤΑΕΙ ΑΣΒΕΣΤΟ ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΜΑΣ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΥΤΟΥ..

ΜΕΡΙΚΑ ΛΟΙΠΟΝ ΖΩΝΤΑΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΟΙ ,ΝΑ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΟΙ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΟΙ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΜΕΤΑΛΑΜΠΑΔΕΥΣΟΥΝ ΣΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΓΕΝΕΕΣ

ΝΑΤΑΣΑ

 ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ

  Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς

Σκουτάρι, μίτρα, στο δεξί, κοντάρι
σταυρωτό και λοξό, σ’ ευχή, στα στήθη
ο θρύλος της φυλής, πάλι, αναστήθη,
και φτερουγούνε, στο λιμάνι, οι γλάροι!

Κονεύουν, μάταια, Ευρωπαίοι κουρσάροι,
στο σταυροδρόμι, στην Πόλι, παραμύθι,
μήτε σπαλέττες, κι ούτε γαύροι, ουσσάροι,
δεν λαλεί  γι’ άλλους της αυγής τ’ ορνίθι!

Το παλαιό το μάρμαρο, ανασταίνει,
στην μέση του πελάγου, θεία γοργόνα,
τον Βέλθανδρο, την γόνισσα Μαργαρώνα,

ο θρύλος γιγαντώνεται και σβένει,
ανάβει το καντήλι και ζεσταίνει,
πολέμων νέων, θανάτων, την φωτιά.

7.3.1932. Από το «Πορτραίτα και κειμήλια ΡΩΜΟΥ ΦΙΛΥΡΑ»[11], ανέκδοτα ποιήματα με την φροντίδα του Ναπ. Παπαγιωργίου.

 

 ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

“Προσκυνητής”  δύο στροφικά αποσπάσματα:
 Ιούνιος 1919

Ὀνόματα (ποιά ἀνάγκη!) δὲ θυμᾶμαι!
Σὰν πελαγίσα βοὴ σᾶς νιώθω ἐντός μου,
Ἀντάμᾳ, ἀπὸ τὸ θάνατο περνᾶμε
στὰ ὁλόφωτα ρηγάτα ἀλλουνοῦ κόσμου:
Ζάλογγο, Μεσολόγγι, Ἀνάπλι, νά με!

Μέσα στὸ φῶς σας στέκω μὲ τὸ φῶς μου.
Κ᾿ ἐμένα, σῶμα γήινο δὲ μὲ ὁρίζει
κι ὄνομα κάποιο δὲ μὲ ξεχωρίζει.


Πόσοι ἀργαστῆκαν αἰῶνες, μαῦροι αἰῶνες
τοῦ Ζάλσγγου τὸ πήδημα νὰ κάνουν!
Μὲ τὸ τραγούδι τ᾿ Ἀναπλιοῦ οἱ τρυγόνες
πῶς μοσκοσαπουνᾶνε νὰ λευκάνουν
τὰ ματωμένα ροῦχα! τὶς εἰκόνες
καὶ τὰ σεμνὰ κρεβάτια, πρὶν πεθάνουν
μάνες Μεσολογγίτισσες, τὰ ρίχνουν
στὴ φωτιὰ καὶ γαλήνιαν ὄψη δείχνουν!

 

ΜΙΛΙΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ

Το Μεσολογγίτικο

Η κόρη ενός θαλασσινού κ’ ενός λιμνιώτη η αδερφή,
Κ’ η μοσκοθυγατέρα
Τραγουδισμένης με καημούς μάνας, που στάθηκε κορφή
Στη νύχτα και στη μέρα,
Τι με τ’ αστρί παράβγαινε και θάμπωνε τον ήλιο —

Της Κυρ’ Αννιώς η Μπίλιω,
Πρώτη μου αγάπη, αυγερινός, μου μήνυσ’ ως ξανάρθα εδώ,
Πρι’ φύγω πάλε πίσω,
Για την ερμιά, την ξενιτιά, να πάω μια μέρα να τη δω,
Να δει α θα τη γνωρίσω.

Χρόνια, και δεν ξανάσανε στον κύκλο κόσμο τον επά,
Δεξά και κλειδοκράτα,
Που μήτε και το σπίτι της πήρε χαράς ποτέ παπά,
Κι ίδια της άλλη στράτα,
Παρά το δρόμο το στρωτό που πάει στο κοιμητήρι,

Για μάνα και για κύρη,
Τον άστρωτον ανήφορο της έγνοιας και της συλλογής,
Της θύμησης που τρώει
Πιότερο κι απ’ τα σερπετά σκουλήκια της χλιμμένης γης
Κι από το μοιρολόι.

Χηράμενη της ερωτιάς, κι απ’ την παλιά καταλαλιά,
Στο πατρικό ρημάδι,
Στα μαύρα και στα σκοτεινά, σαν την κεραυνωμένη ελιά,
Την ηύρα το άλλο βράδυ,
Που και στ’ αχνό της πρόσωπο, μαντεύονταν μονάχα,
Θαμπά και νυχτομάχα,
Σημάδια του καλού καιρού, τα μυγδαλάτα της τα δυό,

–Που να μπορούσα να ‘σκυβα δροσιά την πίκρα τους να πιώ! –
Στα δάκρυα βουτηγμένα,
Για κείνη και για μένα…

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ

Ὁ Δικέφαλος

Στὴν πόρτα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, ποὺ σφάλισεν
ἑνὸς ἀγγέλου χέρι.
διπλοσφαγμένος ἔπεσ᾿ ὁ Δικέφαλος
ἀπ᾿ τ᾿ ἄπιστο μαχαίρι.

Στὴν πόρτα τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς, σπαράζοντας
μὲ ματωμένα στήθη,
τὶς δυὸ φτεροῦγες ἅπλωσ᾿ ὁ Δικέφαλος
καὶ πάλι ὀρθὸς ἐστήθη.

Καὶ στοίχειωσε καὶ θέριεψε καὶ πλήθυνεν
ὁ νεκραναστημένος
κι ἔγιν᾿ ὁ ἕνας μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι
στὸ δουλωμένο Γένος.

Καὶ πέταξε στὰ πέρατα καὶ φώλιασεν,
ὅπου σκεπὴ τὸν κρύβει:
Σὲ μοναστήρι, σ᾿ ἐκκλησιὰ καὶ σ᾿ ἄρχοντα
καὶ σὲ φτωχοῦ καλύβι.

Στὴν πλάκα τοῦ μοναστηριοῦ τὸν σκάλισε
καλόγερος τεχνίτης,
ἡ καλομανα φυλαχτὸ τὸν φόρεσε
στ᾿ ἀνήμπορο παιδί της.

Στὸν ἀργαλειό της καθιστὴ μερόνυχτα
τὸν ὕφαν᾿ ἡ βοσκούλα,
περήφανος ὁ ἄρχοντας τὸν ἔδεσε
στὸ δαχτυλίδι βούλα.

Κρεμάστηκε ἀπ᾿ τὰ νύχια του τ᾿ ἀκοίμητο
τῆς Παναγιᾶς καντήλι
κι ἅγιασε στοῦ Χριστοῦ τὸ Τετραβάγγελο
γραμμένος μὲ κοντύλι.

Τέσσερα μαῦρα ἀτέλειωτα ἑκατόχρονα
βουβὸς κι ἀποκρυμένος
κλωσοῦσε τὴν ἐκδίκηση ὁ Δικέφαλος
στὸ δουλωμένο γένος.

Ξάφνου μιὰ μέρα βρόντησ᾿ ὁ ἀντίλαλος:
«Ὡς πότε, παλληκάρια!»
Καὶ μύριοι Ἀϊτοὶ Δικέφαλοι φτερούγισαν
ἀπὸ σπαθιῶν θηκάρια.

 

Σκλαβιά
 Ιωάννης Πολέμης

Βλέπω στ' αντικρινό μου παραθύρι
όσες φορές το μάτι μου στραφεί
μια γλάστρα στο πλατύ του ακουμπιστήρι
κι ένα κλουβί ψηλά στην κορυφή.

Στη γλάστρα ανθοβολούν χιονάτοι κρίνοι
κι αργοσαλεύουν φύλλα σπαθωτά
και στο κλουβί κλεισμένο καναρίνι
γλυκολαλεί κι ανήσυχο πετά.

Βλέπω το καναρίνι και τους κρίνους
κι άθελα νιώθω λύπη στην καρδιά.
Παίρνω τα κελαδήματα για θρήνους,
παίρνω για στεναγμούς την ευωδιά.

Φαντάζομαι στους κήπους τ΄άνθη τ' άλλα
ελεύθερα ν΄ ανθίζουν, να μαδούν,
τα' άλλα πουλιά στα δένδρα τα μεγάλα
ασκλάβωτα, τρελά να κελαδούν.

Φαντάζομαι και θλίβομαι κι ακόμα
νοιώθω, πως ειν` απάνθρωπη σκλαβιά
για τ' άνθη οι γλάστρες με το λίγο χώμα,
για τα πουλιά τα ολόκλειστα κλουβιά. 

 Α ΜΕΡΟΣ


Κάνουμε Like and share το άρθρο, με αυτόν τον τρόπο μας επιβραβεύετε. Fair Notice -Mε επιφύλαξη παντός νόμιμου δικαιώματος:Το newsplanet09 όπως και η σελίδα μας newsplanet09 στο facebook απαγορεύει ρητώς από 9/6/20 οποιαδήποτε επισήμανση ή χαρακτηρισμό των άρθρων του από μη αναγνωρισμένες από το Ελληνικό κράτος, αλλά και τους διεθνείς νόμους προστασίας ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθερίας άποψης και ιδεών από διαδικτυακές οργανώσεις, οι οποίες δεν συνάδουν με το Σύνταγμα & τους νόμους της χώρας μας, και τις οποίες δεν αναγνωρίζουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από enot-poloskun. Από το Blogger.