ΜΕΓΙΣΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΛΟΓΙΟΙ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 Γ!ΜΕΡΟΣ


ΤΟ Γ! ΚΑΙ  ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΕΡΟΣ  ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΜΕΓΙΣΤΟΥΣ ΛΟΓΙΟΥΣ ΚΑΙ  ΠΟΙΗΤΕΣ....  ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ ΝΑ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΚΟΛΛΕΣ ΟΛΟΚΛΗΡΕΣ ΜΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΣΠΟΥΔΑΙΟΥΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥΣ ΤΑΓΟΥΣ ΠΟΥ ΠΛΕΟΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΕΥΡΕΥΤΟΙ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΝΥΟΥΜΕ  

ΜΕ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥΣ ΕΞΥΜΝΗΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ,ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΣΤΑ ΠΕΡΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ, ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ  ΝΥΝ ΥΠΕΡ ΠΑΝΤΩΝ ,ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΞΕΠΗΔΗΣΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΑΜΠΑΔΕΥΤΗΚΕ ΣΕ ΟΛΗΝ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ..

 ΝΑΤΑΣΑ


Οδυσσέα Ελύτη

«Τό Ἄξιον Ἐστί» Ψαλμός Β ́

ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική·τό σπίτι φτωχικό στίς ἀμμουδιές τοῦ Ὁμήρου.Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου στίς ἀμμουδιές τοῦ Ὁμήρου.Ἐκεῖ σπάροι καί πέρκεςἀνεμόδαρτα ρήματαρεύματα πράσινα μές στά γαλάζιαὅσα εἶδα στά σπλάχνα μου ν’ ἀνάβουνεσφουγγάρια, μέδουσεςμέ τά πρῶτα λόγια τῶν Σειρήνωνὄστρακα ρόδινα μέ τά πρῶτα μαῦρα ρίγη.

Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου μέ τά πρῶτα μαῦρα ρίγη.Ἐκεῖ ρόδια, κυδώνιαθεοί μελαχρινοί, θεῖοι κι ἐξάδελφοιτό λάδι ἀδειάζοντας μές στά πελώρια κιούπια·καί πνοές ἀπό τη ρεματιά εὐωδιάζονταςλυγαριά καί σχίνοσπάρτο και πιπερόριζαμέ τά πρῶτα πιπίσματα τῶν σπίνων,ψαλμωδίες γλυκές μέ τά πρῶτα-πρῶτα Δόξα Σοι. 

Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου, μέ τά πρῶτα-πρῶτα Δόξα Σοι!Ἐκεῖδάφνες και βάγιαθυμιατό καί λιβάνισματίς πάλες εὐλογώντας καί τά καριοφίλια.Στό χῶμα τό στρωμένο μέ τ’ αμπελομάντιλακνίσες, τσουγκρίσματα καί Χριστός Ανέστημέ τά πρῶτα σμπάρα τῶν Ἑλλήνων. Ἀγάπες μυστικές μέ τά πρῶτα λόγια τοῦ Ὕμνου.Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου, μέ τά πρῶτα λόγια τοῦ Ὕμνο  



 Τάσος Λειβαδίτης

 («Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα τσιγάρα»)

Όταν ο περαστικός ξυλοκόπος κάθεται σε μια πέτρα
στην άκρη του δρόμου, την ώρα που βραδιάζει
δεν είναι μονάχος.
Ακούει κάτω απ’ το χώμα του δρόμου να τον φωνάζει το αίμα σου.
Πατρίδα, είσαι γεννημένη απ’ τους πεθαμένους.

Στέλιος Σπεράντσας


25η Μαρτίου 1821

 Ακρίτα στης Ευρώπης τους πυλώνες
η Μοίρα σ’ έχει τάξει, Μάννα Ελλάδα,
τη λευτεριά να διαφεντεύεις στους αιώνες.
Χαρά σου, όταν Φειδίες με λαμπεράδα
στη γη σου πελεκούνε Παρθενώνες
κι Αισχύλοι ανάβουν θεία ανέσπερη λαμπάδα

Μα ο πόνος σου βαθύς, όταν βαραίνει
τυράννων μαύρη σκιά τ’ άγιο σου χώμα
και της ελπίδας τους ανθούς αργομαραίνει.
Κακό όμοιο εκράτει κάποτε -κι ακόμα
πιο ασήκωτο- την όψη σου θλιμμένη.
Κι ήταν πικρόχολο, που σώπαινε το στόμα
Μια αυγή όμως -της φυλής την αμαρτία
το πλήρωμα του χρόνου είχε ξεπλύνει-
το βλέμμα ρίχνοντας στην που έσβηνεν εστία,
Τινάχτεις, Κι ήταν Μάρτης, οι άσπροι κρίνοι
ευώδιαζαν. Τινάχτεις την αιτία
για να μετρήσεις του κακού, που φρένα λύνει
Κι ως στάθηκες ψηλά στο μετερίζι,
με ορμή, που ξεπερνούσε και του ανέμου,
το κοφτερό έσυρες σπαθί σου, που σπιθίζει.
Και φώναξες τρανά: «Καιρός πολέμου.
Με ανθούς του ονείρου η γη ξαναγεμίζει.
Ανάστα τώρα με την άνοιξη, λαέ μου».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

Κυρά, μέσα στο σπίτι μας κανείς ποτέ δε μίλαγε για σένανε
όμοια καθώς δε λέγαμε «ανασαίνω για να ζήσω», μοναχά ανα-
σαίναμε,
κι όταν, φορές-φορές, η πίκρα μάς μαντάλωνε το στόμα
σε βλέπαμε να στραφταλίζεις μονομιάς πίσω απ' τους ώμους της
μητέρας
έτσι που μιάν αυγή κατηφορώντας κακοτράχαλη πλαγιά κατά τον
κάμπο
βλέπουμε την καμένη από τον πάγο αμυγδαλιά να φέγγει μέσα
στα λουλούδια της.

Το ίδιο, κι ας μην το λέγαμε, σε βλέπαμε να τριγυρνάς νοικο-
ρά στα δώματα δίχως ν' ακούγονται τα γυμνά πόδια σου
κ' είσουνα εκεί, στη σιγαλιά που κατακάθιζε στις τέσσερις γω-
νιές μετά το δείπνο
στη σιγαλιά που γίνονταν τη νύχτα ανάμεσα στην αστραπή και
στη βροντή της θύελλας
τότε που βλέπαμε απ' τα τζάμια να κρεμάν οι μουσκεμένοι Αγ-
γέλοι στ' ακροβούνια
κάτι μεγάλες ανεμόσκαλες από νερό και λάμψη.

Σε βλέπαμε στο χέρι που έδειχνε τον κάμπο λέγοντας «το χώμα
είναι καλό» ή «ο Θεός μαζί σου»
στο χέρι της γιαγιάς πούκανε το σταυρό της μουρμουρίζοντας «δι'
ευχών των Αγίων Πατέρων»
στο χέρι που σταυρώνει το ψωμί με το μαχαίρι, σίγουρο και τίμιο
στη σκιά του κύρη που μας τύλιγε με μια παλληκαρίσιαν άχνα
και στο μικρό χαμόγελο της μάνας μας που το κρεμούσε πάνω
απ' το πανέρι της με τις χρωματιστές κλωστές και με τις δαχτυ-
λήθρες
την ώρα που, σα στόμα γκαρδιακό, το σπιτικό ψαλίδι, κόβοντας
το νταμωτό πουκάμισο του Μάη,
έλεγε ντροπαλά «με γεια και με χαρά σου».

Συχνά-πυκνά μάς βρίσκαν δύσκολες χρονιές κ' έμεναν άδεια του
λαδιού τα κιούπια
κ' έμεναν άδεια του σταριού τ' αμπάρια σαν την Άγια Τράπεζα
που τη διαγούμισαν οι ανέμοι και τα χρόνια
κάθε φορά που ερχόνταν κάτι ξένοι με γυαλιστερά κουμπιά και
ψηλές μπότες.

Τότες η μάνα μας κοιτούσε τ' απογέματα τ' άσπρο τετράγωνο
του φεγγαριού να σέρνεται στο πάτωμα
σαν κάποιο γράμμα που της ήρθε από μακριά, κ' έσφιγγε το πι-
κρό σαγόνι της.
Τότες το μεσονύχτι σηκωνόταν ο πατέρας μας και καθόταν στου
κρεββατιού την άκρη,
έχωνε το πηγούνι του στις φούχτες του σα δαγκωμένο βόλι
κι άνοιγε το παράθυρο και μελετούσε στ' άστρα τον καιρί και τη
μοίρα
σα ν' άνοιγε της Πλάσης τη μεγάλη Βίβλο και να διάβαζε μονα-
χός τους ψαλμούς του Δαυίδ μπροστά σε Σένα.

Τότες κ' εμείς, παιδιά, που ξαγρυπνούσαμε κρυφά κουκουλωμένοι
στη βελέντζα
ακούγαμε σαν μέσα από ξερό πηγάδι τη φωνή Σου
ακούγαμε σαν μέσα απ' την παλιά κασέλα τη ζωγραφιστή με
μαύρα κυπαρίσσια
«έννοια σου, εγώ είμαι εδώ» κι αποκοιμιόμασταν σφίγγοντας ένα
αστέρι στην καρδιά μας
και μες στον ύπνο μας ακούγαμε κάποιους που εφτάναν, κάποιους
που έφευγαν
κάτι μουγγά χτυπήματα σάμπως να κρούονταν άρματα
καψούλια που άναβαν μακριά μες στους καπνούς κ' ένα φεγγάρι
σίγουρο σαν του Νικηταρά το γόνατο
χέρια φαρδιά που σφίγγονταν κι ορκίζονταν απάνου στο σπαθί του
Μακρυγιάννη
και μισανοίγοντας τα μάτια μας βλέπαμε ορθό τον Πρόγονο στην
πόρτα να γεμίζει τη μπασιά με την αντρειά του
σα σφουγγαράς μέσα στης νύχτας τα νερά που γύρω του γλυ-
στρούσανε των αστεριών τα ψάρια
κ' έτσι να λέει σε κάποιονε που φεύγει «καλό βόλι».

ακούστε τον ποιητή να το απαγγέλει εδώ Κυρά των Αμπελιών, πώς να κρατήσουμε στους ώμους μας τόσο
ουρανό
πώς να κρατήσουμε τόση σιωπή μ’ όλα τα μυστικά των δέντρων;

Ένα δελφίνι αστράφτοντας κόβει τη σιγαλιά της θάλασσας
έτσι που το μαχαίρι κόβει το ψωμί πάνου στη τάβλα των ψα-
ράδων
έτσι που η πρώτη αχτίνα κόβει τ’ όνειρο.

Πέτρα στην πέτρα λάμπει ο δρόμος και πουλί με το πουλί ανε-
βαίνει η σκάλα
κι ο ήλιος, μισός στη θάλασσα, μισός στα ουράνια, λαμπαδιάζει
όπως το πορτοκάλι μες τη φούχτα σου κι όπως τ’ αυτί σου κά-
του απ’ τα μαλλιά σου.

Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στο κόσμο
κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί την
άγια σπάθα
είσαι η ομορφιά κ' η λεβεντιά κ' είσαι η Ελλάδα.

Όπως περνάς ανάμεσα στ’ αραποσίτια σκίζοντας του αγέρα το
μετάξι
ξανθές οι φούντες του καλαμποκιού σου τρίβονται στις αμασκάλες
σα να σου τρίβεται το νιόφυτο μουστάκι του τσοπάνου
και κύμα-κύμα η ανατριχίλα χύνεται στα στάχυα
κ’ ήχο τον ήχο τα πλατάνια γέρνουνε στις κρήνες
κ’ είναι γύρω-τριγύρω τα βουνά σαν τα σταμιά που καρτεράνε
να γεμίσουν.


Κυρά των Αμπελιών πάνου στα στήθια μας αντιφεγγίζει η
όψη σου
όπως φωτάει ένα άσπρο σύγνεφο τα δασωμένα βουνοπλάγια
και το ποτάμι σ’ ακολουθάει σαν ήρεμο λιοντάρι
όταν μοιράζεις τις αχτίνες στα νερόκλαδα
όταν μοιράζεις στους βοσκούς μπαρούτι και τραγούδι
και σε φωνάζουν αδελφή τ’ άλογα και τα προβατάκια.


Βάλιας Σεμερτζίδης Πινελιές για την Ελευθερία
Βουβά η ελιά διαβάζει μέσα της το πέτρινο βαγγέλιο
τ' αμπέλια βράζουν το χυμό για το μεγάλο δισκοπότηρο του Αγώνα
— αχ του καημού λιβανιστήρι, η Άγια Πύλη βρόντηξε:
«σώνουν τα σαραντάμερα της νήστειας και της πίκρας
τα κόλλυβα σωθήκανε κ' η Παναγιά αρματώθη».

Κυρά, τα πατερμά της νύχτας άναψαν καψούλια
κι απάνου στα ψηλά βουνά ξημέρωσαν οι σπάθες
κι αστροβολάν οι ανηφοριές κι αχολογάν οι βίγλες
κ' ένας αϊτός τρανός αϊτός απ' το Σταυρό της Γκιώνας
φέρνει τη διάτα του Κυρού σε πλάκα μαρμαρένια:

«Σήμερα ανοίγει ο ουρανός τα παραθύρια του ήλιου,
να σκούξουνε τα σήμαντρα κ' οι αγγέλοι να σαλπίσουν —
σήμερα αρχίζει στα βουνά το μέγα πανηγύρι
τ' Άη -Θυμαριού η ανάσταση τ' Άη -Έλατου το γλέντι»


 Εδώ τα δέντρα μάχονται μαζί με τους ανέμους
εδώ βρυχιούνται τα βουνά και τα χοντρά κοτρώνια
τ' αστέρια βόλια σφεντονάν και το φεγγάρι μπάλες
κι ολημερίς κι ολονυχτίς μες στου ήλιου το καζάνι
μαύρο κατράμι κοχλακά για των οχτρών τ' ασκέρια.

Εχ, τι λαγούτα και βιολιά και κλέφτικα νταούλια
οι πίπιζες του πλάτανου, του πεύκου τα σαντούρια —

Στραφτοκοπάν στον άνεμο τα χρυσοπετραχήλια
γιορτάζουν τα καμπαναριά με τις χρυσές καμπάνες
οι άσπροι σταυροί των φλάμπουρων φωτάν τα μεσονύχτια
κι αγγέλοι από γυαλί και φως μ' ολάνοιχτες φτερούγες
φωτάνε τα ελατόδασα και τ' αϊτομονοπάτια.

Και συ, Κυρά των Αμπελιών, φορώντας τις σημαίες
γιομίζεις τα σταφύλια σου μ' αίμα και δυναμίτη
στον άνεμο τινάζοντας τα θέμελα του χάρου.


 Κυρά των Αμπελιών, που στύλωσες απάνου απ' τις καμένες στέ-
    γες μας το ουράνιο τόξο.
Κυρά που φέρνεις το κριθάρινο ψωμί και το κρασί στο δείπνο των
    τσοπάνων
και με τις πλάτες σου στεριώνεις τα δοκάρια του φτωχόσπιτου.

Κυρά που ευώδιασες ξανά τη σιγαλιά στα πατρικά σεντόνια
κ' είναι το σπίτι σαν αμπάρι καραβιού μετά από τη φουρτούνα
κι ο σφουγγαράς κοιμάται μες στις σπίθες των ψαριών και τρέ-
     χουν στα μαλλιά του οι αχιβάδες
και χώνει ο καπετάνιος μες στο κιάλι του το κόνισμα της τρα-
     μουντάνας
κι ο Αρματωλός κρεμάει το καριοφίλι του κάτου απ' την καν-
    τήλα —
ώρα μουγγή που αράζουνε οι ελιές μες στην υπομονή τους
και μόνο λιγοστός αφρός παίζει με το φεγγάρι
απάνου απ' τα άρμπουρα της βουλιαγμένης πολιτείας —

Πως ναν το πεις το φλάμπουρο που τίναξες στον ουρανό, το χι-
    λιοτρυπημένο
πως να το πεις το πέλαγος με τις μπουρούνες του ανέμου με του
    νερού τα σήμαντρα
πως ναν τα πεις τ' αμπέλια που αφηνιάσανε και κάλπασαν μες
    στο αίμα τους;

Με ποιες κοχύλες ναυτικές, ποιες σάλπιγγες των έλατων
να φέρεις τον καημό και το θυμό μέσα στη φλέβα της σιωπής
     και στης αυγής το στόμα;

Βαθιά - βουβά μανταλωμένο χάραμα. Τ' αστέρι στάχυ κρέμεται
     μπροστά στο παραθύρι
πάνου στα καραούλια του νησιού των κανονιών οι μπούκες αχνι-
     στές κοιτάν τα ουράνια
σφίγγει μέσα στη φούχτα του το ρόϊδι ρόδινο χαλάζι
και πάνου στο τετράγωνο τραπέζι του σπιτιού στέκει για κούπα
     του κρασιού μια σκαλισμένη οβίδα.

    
Νίκος Γκάτσος

ΤΣΑΜΙΚΟΣ

Στα κακοτράχαλα τα βουνά
με το σουράβλι και το ζουρνά
πάνω στην πέτρα την αγιασμένη
χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι.
Ο Νικηφόρος κι ο Διγενής
κι ο γιος της Άννας της Κομνηνής.

Δική τους είναι μια φλούδα γης
μα εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς
για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα
απ’ το τσακάλι και την αρκούδα.
Δες πώς χορεύει ο Νικηταράς
κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς.

Από την Ήπειρο στο Μοριά
κι απ’ το σκοτάδι στη λευτεριά
το πανηγύρι κρατάει χρόνια
στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια.
Κριτής κι αφέντης είν’ ο Θεός
και δραγουμάνος του ο λαός

 Κάνουμε Like and share το άρθρο, με αυτόν τον τρόπο μας επιβραβεύετε. Fair Notice -Mε επιφύλαξη παντός νόμιμου δικαιώματος:Το newsplanet09 όπως και η σελίδα μας newsplanet09 στο facebook απαγορεύει ρητώς από 9/6/20 οποιαδήποτε επισήμανση ή χαρακτηρισμό των άρθρων του από μη αναγνωρισμένες από το Ελληνικό κράτος, αλλά και τους διεθνείς νόμους προστασίας ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθερίας άποψης και ιδεών από διαδικτυακές οργανώσεις, οι οποίες δεν συνάδουν με το Σύνταγμα & τους νόμους της χώρας μας, και τις οποίες δεν αναγνωρίζουμε.



Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από enot-poloskun. Από το Blogger.