19-23 Απριλίου 1941: Όταν οι στρατηγοί παραδόθηκαν στους ναζί


 




Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος

Ποιος το περίμενε ότι το ηρωικό και ένδοξο «έπος του 40», θα κατέληγε περίπου έξι μήνες αργότερα, σε ιταμή παράδοση του Έθνους και των ενόπλων δυνάμεων!

Κι όμως…

 Οι στρατηγοί του πολέμου στα αλβανικά βουνά, την Πίνδο και τα οχυρά, αποφάσισαν μη υπακούοντας στην ηγεσία, να καταθέσουν τα όπλα και υπογράψουν την παράδοση της χώρας στις δυνάμεις του Άξονα.

Από τότε οι γνώμες διχάζονται.

Ήταν πράξη δειλίας η σωτηρίας εκατοντάδων μαχητών που δεν είχαν πλέον καμία ελπίδα, απέναντι σε μια τεράστια και σύγχρονη πολεμική μηχανή.

Οι ιστορικοί, μελετώντας και αναλύοντας τα ντοκουμέντα της περιόδου, θα κρίνουν και θα αποφασίσουν…

Τα γεγονότα πάντως, εκείνης της τραγικής εποχής είναι τα εξής.

ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΩΝ

Όταν οι επιτιθέμενοι Γερμανοί από τον Βορρά, με μια κεραυνοβόλα προέλαση τους κατέλαβαν την Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου, ο πόλεμος της Ελλάδας εναντίον δύο Αυτοκρατοριών έμοιαζε να έχει κριθεί.

Το νέο της κατάληψης της συμπρωτεύουσας προκάλεσε πανικό στην Αθήνα και στους Έλληνες ιθύνοντες, τον Βασιλιά Γεώργιο και τον Πρωθυπουργό Γεώργιο Κορυζή.

Οι ανώτατοι αξιωματικοί από το Ελληνο-ιταλικό μέτωπο ζητούσαν επίμονα από τον Αρχιστράτηγο Παπάγο και την κυβέρνηση να επιτευχθεί το συντομότερο ανακωχή με τους Γερμανούς για να “σωθεί η τιμή του Ελληνικού στρατού”.

 Συγκεκριμένα πρώτος ο Τσολάκογλου ζήτησε στις 10 Απριλίου να ληφθεί επειγόντως μια σχετική πολιτική απόφαση από την κυβέρνηση, ενώ ο στρατηγός Πιτσίκας λίγες ημέρες μετά από σύσκεψη με τους διοικητές των μεραρχιών ζητούσε με τηλεγράφημα από τον Παπάγο να βρεθεί τάχιστα λύση.

 Όμοιο τηλεγράφημα έστειλε ο στρατηγός Μπάκος αναφέροντας ότι σημειώνονταν στην στρατιά αναρχικές τάσεις, ληστείες χωρικών και φανερώνονταν σημεία διάλυσης, ενώ ο αντιστράτηγος Δεμέστιχας, διοικητής του Α΄ Σώματος στρατού, έστειλε τηλεγράφημα στον Παπάγο στις 15 Απριλίου στον Παπάγο στο οποίο του ζητούσε ανοιχτά να συναφθεί συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς “ως μόνη απομένουσα λύση”.

Ο Παπάγος αρχικά κλονίστηκε από τα μυνήματα που ελάμβανε, αλλά μετά την ξεκάθαρη θέση του Βασιλιά ταυτίστηκε με αυτήν ζητώντας αντίσταση για λίγες ακόμη μέρες ώστε να προλάβει το Αγγλικό εκστρατευτικό σώμα να αποχωρήσει από την Ελλάδα.

Απλώς αρκέστηκε να ζητήσει από τον Άγγλο στρατάρχη Ουίλσον να αποσύρει το συντομότερο τα Αγγλικά στρατεύματα από την χώρα ώστε αυτή να μην καταστραφεί ολοσχερώς.

Οι εξελίξεις όμως στην στρατιά του Βορειοηπειρωτικού μετώπου ήταν πλέον ραγδαίες και πρωταγωνιστές ήταν οι διοικητές των μεγάλων σχηματισμών (Τσολάκογλου, Δεμέστιχας, Μπάκος) που έσπρωχναν την κατάσταση για να επιτευχθεί η ανακωχή.

Ένας νέος πρωταγωνιστής της προσπάθειας για συνθηκολόγηση αναδείχθηκε ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων.

Την ίδια στιγμή άλλη μια πράξη της Ελληνικής τραγωδίας διαδραματιζόταν στην Αθήνα και στην συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου παρουσία του Βασιλιά Γεώργιου, όπου ο Κορυζής προσπάθησε να εκμαιεύσει μια έγκριση για την συνθηκολόγηση της Ελληνικής στρατιάς στην Β. Ήπειρο.

Ο Βασιλιάς όμως αρνήθηκε επίμονα ενώ δεν δέχτηκε την παραίτηση Κορυζή, ούτε και αργότερα σε μια ιδιαίτερη συνάντηση των δύο.

 Ο Κορυζής αποχώρησε από την συνάντηση, μετέβη στο σπίτι του όπου και αυτοκτόνησε.

ΧΑΟΣ

Ακολούθησε ένα απόλυτο χάος ακυβερνησίας στην Αθήνα, όπου υπήρχε μια ακέφαλη κυβέρνηση και ένας Βασιλιάς που αναζητούσε εναγωνίως κάποια προσωπικότητα να χρήσει Πρωθυπουργό χωρίς όμως να βρίσκει, σε σημείο ώστε για πρώτη φορά στην σύγχρονη Ελληνική πολιτική Ιστορία να αναλάβει Πρωθυπουργός ο ίδιος!

 Η αναζήτηση Πρωθυπουργού είχε παραλύσει πολιτικά την Αθήνα, ενώ ακόμη και ο Παπάγος φαίνεται να πίστευε ότι δεν υπήρχε εναλλακτική πλην της συνθηκολόγησης.

Το Μεγάλο Σάββατο 19 Απριλίου ο επίσκοπος Ιωαννίνων Σπυρίδων συνομίλησε με τον Τσολάκογλου, τον Δεμέστιχα και τον Μπάκο και συναποφάσισαν να ζητήσουν ανακωχή από τον ίδιο τον Χίτλερ.

Αποφάσισαν επίσης τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης υπό την πρωθυπουργία του Σπυρίδωνος.

Την τελική απόφαση για την επαφή με τους Γερμανούς έλαβε ο Τσολάκογλου, ο οποίος στις 20 Απριλίου έστειλε απεσταλμένο στον Γερμανό στρατηγό Σεπ Ντίντριχ, διοικητή της σωματοφυλακής SS του Χίτλερ, ζητώντας ανακωχή των εχθροπραξιών.

Ο Έλληνας εκπρόσωπος δεν παρέδωσε στους Γερμανούς το κείμενο του Σπυρίδωνα, αλλά άλλο του Τσολάκογλου όπου δεν αναφερόταν τίποτε για τον σχηματισμό της προσωρινής κυβέρνησης αφήνοντας έντεχνα τον επίσκοπο Ιωαννίνων εκτός πολιτικών εξελίξεων.

Η συνθηκολόγηση έγινε με ιδιαίτερα ευνοϊκούς για τους Έλληνες όρους, απόρροια μιας “φιλελληνικής” πρωτοβουλίας του Ντήτριχ που όμως αποδοκιμάστηκε από τους ανωτέρους του και οδήγησε και σε δεύτερο αναθεωρημένο κείμενο συνθηκολόγησης λίγες ημέρες μετά.

Συγκεκριμένα η πρώτη συνθηκολόγηση προέβλεπε:

1. Κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας – Ιταλίας με ευθύνη του Γερμανού αρχιστράτηγου

2. Παρεμβολή Γερμανικού στρατού μεταξύ Ελληνικού και Ιταλικού

3. Αποχώρηση του Ελληνικού στρατού από την Ήπειρο εντός 10 ημερών κι παράδοση του οπλισμού του

4. Οι Έλληνες αξιωματικοί δεν θα αιχμαλωτίζονταν και θα διατηρούσαν τον οπλισμό τους.

Ο αρχηγός του Ελληνικού Στρατού, αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, σε τηλεγράφημά του προς το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου, κατήγγειλε την πρωτοβουλία του Τσολάκογλου ως αντίθετη προς τα συμφέροντα της πατρίδας, διέταξε την αντικατάσταση του Τσολάκογλου και αγώνα «μέχρι εσχάτου ορίου δυνατοτήτων».

 Ήταν όμως ήδη αργά.

ΟΙ… ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ

Η συνθηκολόγηση αυτή ήταν άκρως ευνοϊκή για τους Έλληνες καθώς δεν θα παραδίδονταν και στους Ιταλούς.

 Ο Ντήτριχ επιτιμήθηκε για την πρωτοβουλία του από τον στρατάρχη Λίστ διοικητή της 12ης Στρατιάς που διέταξε αμέσως την επαναδιατύπωση των όρων.

 Αργότερα ακόμη και ο Χίτλερ όταν συνάντησε τον Ντήτριχ του επεσήμανε το λάθος του που δεν ήταν άλλο από το γεγονός ότι δεν έλαβε υπόψη του τους Ιταλούς.

 O Λιστ απαίτησε να συνταχθούν νέοι αυστηρότεροι συνθηκολόγησης, οι οποίοι προέβλεπαν αιχμαλώτιση των Ελλήνων και απελευθέρωση τους μετά το τέλος των διαπραγματεύσεων, ενώ όλο το Ελληνικό στρατιωτικό υλικό θα αποτελούσε λεία πολέμου της Γερμανίας και της Ιταλίας.

Ο Τσολάκογλου αρχικώς αρνήθηκε να υπογράψει εκ νέου, αλλά υποχώρησε μετά την απειλή των Γερμανών ότι θα κατήγγειλαν την αρχική συνθήκη.

 Όταν πληροφορήθηκε την συνθηκολόγηση ο Παπάγος ζήτησε από τον Πίτσικα να αντικαταστήσει τον Τσολάκογλου στα καθήκοντα του και να συνεχίσει τον αγώνα, ο Πίτσικας όμως βρισκόταν ήδη καθ οδόν στην Αθήνα χωρίς να έχει συμμετάσχει στην τελική διαπραγμάτευση οπότε η διαταγή δεν είχε κανένα αντίκτυπο.

Όμως η συνθηκολόγηση μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών δυσαρέστησε ιδιαίτερα τον Μουσολίνι και την Ιταλική στρατιωτική ηγεσία που πληροφορήθηκε την εξέλιξη μετά από ενημέρωση του στρατάρχη Λιστ με την υπόδειξη να μην επιτεθούν εναντίον των Ελλήνων ώστε να μην τεθούν σε αμφισβήτηση οι διαπραγματεύσεις και η ανακωχή.

Και αυτό γιατί εμφάνιζε την Ελληνική ήττα να είναι αποτέλεσμα μόνο της Γερμανικής επίθεσης και εκμηδένιζε την Ιταλική συμμετοχή και τις εντυπώσεις στο εσωτερικό της χώρας.

 Εκτός αυτού οι όροι της ανακωχής δεν έκαναν καμία αναφορά στις Ιταλικές εδαφικές διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδας που καθορίστηκαν στην Ήπειρο, στην περιοχή της Πίνδου και στα Ιόνια νησιά σε συνάντηση μεταξύ του Τσιάνο και του Ρίμπεντροπ στις 22 Απριλίου.

 Από την άλλη οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν να θίξουν τους Έλληνες αλλά μάλλον προσδοκούσαν μια “φιλική” κατοχή της χώρας χωρίς επιπλοκές, καθώς εκείνη την εποχή γίνονταν οι προετοιμασίες για την εισβολή στην Ρωσία με την γιγαντιαία επιχείρηση “Μπαρμπαρόσα”.

Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούσαν να ρισκάρουν μια πιθανή υπονόμευση του Άξονα Ρώμης – Βερολίνου για χάρη της Ελλάδας που είχε πολεμήσει υπέρ των Άγγλων και τους.

Ο Μουσολίνι σε μήνυμα του στον Χίτλερ απαίτησε οι Έλληνες να παραδοθούν άνευ όρων και η Ελλάδα να καταληφθεί άμεσα, ενώ ζήτησε να αφαιρεθεί ο όρος σύμφωνα με τον οποίο οι Έλληνες αξιωματικοί θα διατηρούσαν τον οπλισμό τους.

Επίσης σε μήνυμα του προς τον Ιταλικό λαό υπογράμμιζε ότι οι Έλληνες είχαν ζητήσει ανακωχή από τους Ιταλούς ώστε να δικαιολογήσει το γεγονός ότι ακόμη Ιταλικά στρατεύματα δεν είχαν καταφέρει να εισέλθουν σε Ελληνικό έδαφος.

Η Ελληνική πλευρά προσπάθησε να αποφύγει την σύναψη ανακωχής με τους Ιταλούς, αλλά, όπως είναι φανερό, βρισκόταν σε αδυναμία να επιβάλλει τις θέσεις της.

 Έτσι, μετά από πολλές αμφιταλαντεύσεις, στις 22 Απριλίου ο συνταγματάρχης Σύρος, ζήτησε ανακωχή από τον στρατηγό Τσελόζο και αυτή παρασχέθηκε με τους ίδιους όρους που είχε παρασχεθεί και από τους Γερμανούς.

Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΩΝ

Το τελικό πρωτόκολλο παράδοσης των Ελλήνων υπογράφτηκε στην Θεσσαλονίκη από την Ελληνική, την Ιταλική και την Γερμανική αντιπροσωπεία στις 23 Απριλίου και οι όροι ήταν πανομοιότυποι με αυτούς του δεύτερου πρωτοκόλλου.

 Όπως και στα προηγούμενα δύο πρωτόκολλα υπήρχε ιδιαίτερη αναφορά στην γενναιότητα που επέδειξε ο Ελληνικός στρατός στον άνισο διμέτωπο αγώνα που κλήθηκε να διεξάγει. Από την πλευρά των ανώτατων Γερμανών στρατιωτικών προκλήθηκε μεγάλη δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι έπρεπε να μην σεβαστούν τις υπογραφές τους στο δεύτερο πρωτόκολλο ώστε να διασωθεί το γόητρο του Μουσολίνι εντός της Ιταλίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο στρατάρχης Λιστ αρνήθηκε να το υπογράψει, ενώ παρέθεσε γεύμα προς τιμήν του Τσολάκογλου.

Από Γερμανικής πλευράς την συνθηκολόγηση υπέγραψε ο αξιωματικός του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου Γιόντλ, ειδικός απεσταλμένος του Χίτλερ αποκλειστικά για τον σκοπό αυτό.

ΤΙ ΙΣΧΥΡΙΣΤΗΚΕ Ο ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ ΚΑΙΜΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ

Ο ίδιος ο Τσολάκογλου θέτει ως εξής το θέμα στα απομνημονεύματά του: «ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος:

 Ή να αφήσω να συνεχισθή ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατού να αναλάβω την πρωτοβουλίαν της συνθηκολογήσεως… τολμήσας δεν υπελόγισα ευθύνας…

 Μέχρι σήμερον δε μετενόησα διά το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν…»….

Δυστυχώς για τον Τσολάκογλου και τους υπόλοιπους σωματάρχες, δεν περιορίστηκαν στην ανακωχή αλλά σχημάτισαν πολιτική κυβέρνηση και δεν περιορίστηκαν μόνο στην συνεργασία με τον Άξονα (άκρως αποτυχημένη αν αναλογιστούμε την ανθρωπιστική και επισιτιστική κρίση του χειμώνα), αλλά υπονόμευσαν την εξόριστη κυβέρνηση, καλλιέργησαν την ηττοπάθεια στον πληθυσμό και απέτυχαν να αποσοβήσουν τον εδαφικό διαμελισμό της Ελλάδας και να προστατεύσουν τα ευπαθή τμήματα του πληθυσμού (ηλικιωμένοι, γυναίκες, παιδιά).

 Από την άλλη, ο Παπάγος και η τότε πολιτική ηγεσία φέρουν τεράστια ευθύνη για την ολιγωρία τους να μην διατάξουν εγκαίρως την υποχώρηση της στρατιάς προς τον Νότο.

 Προς υπεράσπιση τους μπορεί να λεχθεί ότι αιφνιδιάστηκαν από την κεραυνοβόλα προέλαση των Γερμανικών τεθωρακισμένων (και δεν ήταν οι μόνοι σε εκείνο τον πόλεμο). Πάντως, έτσι η αλλιώς η επιλογή της υπεράσπισης των οχυρών Μεταξά έναντι του ευέλικτου και άριστα οργανωμένου Γερμανικού στρατού ήταν αποτυχημένη, δεν ήταν ρεαλιστική και είχε επιβληθεί από πολιτικές σκοπιμότητες.

Πληροφορίες Φιλίστωρ Cognosco team

 Από Militaire News

 

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από enot-poloskun. Από το Blogger.