Tα Χριστούγεννα της χρεοκοπίας του 1893


Αν και κατά την περίοδο πριν από τις εορτές των Χριστουγέννων συνηθίζεται να ενθυμούμαστε και να γράφουμε παλιές καλές χριστουγεννιάτικες ιστορίες, καλό θα ήταν να θυμόμαστε και εκείνες που σημάδεψε την Ελλάδα σε δύσκολες εποχές…

Γράφει ο Τάκης Κάμπρας

Μια από αυτές είναι τα Χριστούγεννα του 1893. Ο δανεισμός και τα εθνικά χρέη προς τους «διεθνείς προστάτες» δεν είναι φυσικά κάτι καινούργιο στον ελληνικό βίο. Πριν καν συγκροτηθεί, το σύγχρονο ελληνικό κράτος ήταν καταχρεωμένο.

Από το 1824 – 1825, όταν οι αγωνιστές πήραν τα πρώτα δάνεια για να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες και το κόστος του αγώνα, η μικρή ακόμη Ελλάδα ήταν περίπου θήραμα στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα της εποχής και δέσμια έναντι των ξένων κυβερνήσεων. Στην ουσία, και πρέπει να είναι ξεκάθαρο αυτό, ουδέποτε υπήρξε περίοδος που η χώρα να μην ήταν καταχρεωμένη.

Τυπικά, η Βουλή κηρύσσει χρεοστάσιο το 1893 και ο Τρικούπης, συνοψίζοντας το οικονομικό δράμα της Ελλάδας, λέγεται ότι αναφωνεί στις 13 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς: «Δυστυχώς Επτωχεύσαμεν!»

Τα επόμενα χρόνια η χώρα θα τεθεί υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, με τα γνωστά μονοπώλια στο οινόπνευμα, τα σπίρτα κ.λ.π, οι επιπτώσεις του οποίου θα φθάσουν μέχρι την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ.

Χαρακτηριστικό είναι ότι δύο μεγάλοι Έλληνες πολιτικοί, ο Χαρίλαος Τρικούπης, το 1893, και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, το 1932, χρεώθηκαν και χρέωσαν στη χώρα από μια χρεοκοπία.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν σημειώναμε ότι όλος ο ελεύθερος ελληνικός βίος είναι ταυτισμένος με τα χρέη προς τους ξένους, την αναχρηματοδότηση των δανείων και την απειλή της χρεοκοπίας – όχι πάντα με το ίδιο μέγεθος κινδύνου, φυσικά- και του διεθνούς ελέγχου.

Η χρεοκοπία του Δεκεμβρίου του 1893 και ο λεγόμενος «ατυχής πόλεμος» του 1897 οδήγησε τον επόμενο χρόνο στην επιβολή διεθνούς ελέγχου στην ελληνική οικονομία, ενώ τα δάνεια που πήραμε το 1893 εξοφλήθηκαν το 1978!

Στο μεταξύ, φυσικά, είχαμε πάρει πολλά άλλα, με συνέπεια να έχει «χτιστεί» ένα άπατο πηγάδι διεθνών οφειλών… Η πιο πολυσυζητημένη περίοδος χρεοκοπίας, αυτή του 1893, έμοιαζε απίστευτα με αυτή που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια.

Η καταχρεωμένη Ελλάδα κυριολεκτικά «πνιγόταν» απʼ τους δανειστές της. Κι ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, αδύναμος να αντιμετωπίσει την κατάσταση που μόλις πριν λίγους μήνες είχε παραλάβει από τον πολιτικό του αντίπαλο, Θεόδωρο Δηλιγιάννη, έχοντας απέναντι του και τους υπονομευτικούς παρασκηνιακούς χειρισμούς του βασιλιά Γεωργίου Α΄ στο διεθνές πεδίο, αναγκάστηκε να κηρύξει την εθνική χρεοκοπία.

Η φράση «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» αποτελεί μια ιστορική αναφορά που αποδίδεται στον πρωθυπουργό της Ελλάδας, Χαρίλαο Τρικούπη. Ο Τρικούπης λέγεται πως χρησιμοποίησε τη φράση σε ομιλία του στη Βουλή στις 10 ή 13 Δεκεμβρίου του 1893, αναφερόμενος στην οικονομική κατάσταση του κράτους και την αδυναμία του να αποπληρώσει το δημόσιο χρέος του. Αυτό όμως αμφισβητείται, καθώς από τα πρακτικά της Βουλής δεν προκύπτει κάτι τέτοιο.

Διάφορες άλλες μαρτυρίες, (όπως η μαρτυρία του Ανδρέα Συγγρού στα Απομνημονεύματά του, που αναφέρει πως άκουσε εκείνη την μέρα τον Τρικούπη να προφέρει την φράση στην ομιλία του), αναφέρουν πως η φράση ελέχθη κανονικά από αυτόν, αλλά χωρίς να είναι ξεκάθαρο αν ειπώθηκε στη Βουλή ή εκτός αυτής.

Επίσης λέγεται ότι η φράση αυτή ειπώθηκε από τον Χ. Τρικούπη την παραπάνω ημερομηνία από του βήματος της Βουλής (Παλαιά Βουλή), όχι όμως απευθυνόμενος προς το Σώμα της Βουλής ως επίσημη διακήρυξη, αλλά «εν τη ρύμη του λόγου» του, αναφέροντας «εν παρόδω» στις αναγκαίες προς τους δανειστές διαπραγματεύσεις, που πίεζαν απροκάλυπτα τον οικονομικό έλεγχο της Ελλάδας, «ότι πρέπει να λαλήσωμεν προς αυτούς επτωχεύσαμεν δυστυχώς».

Η αντιπολίτευση όμως εκμεταλλευόμενη κομματικά τη φράση αυτή παράστησε τον πρωθυπουργό να κηρύσσει με αυτήν επίσημα από του βήματος της Βουλής τη χρεωκοπία της Ελλάδας. Τη θέση αυτή υιοθέτησαν και όλα σχεδόν τα έντυπα της εποχής σε σημείο που να δημιουργήσουν ακόμα και απαγοητευτική εντύπωση στους οπαδούς του Χ. Τρικούπη.

Η προπαγάνδα αυτή το πόσο ευνόησε υπέρμετρα την τότε αντιπολίτευση διαφαίνεται από τον ειρωνικό σκωπτικό χαρακτήρα που αποδόθηκε σε αυτή και που χρησιμοποιήθηκε ομοίως μυριάδες φορές με συνέπεια να παραμείνει ιστορική μέχρι σήμερα.

Παρόμοια επίσης φράση, ελαφρά παραλλαγμένη, χρησιμοποίησε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν με την φράση του «τελικώς επτωχεύσαμεν» τον Μάιο του 1932, η κυβέρνησή του θα κηρύξει για άλλη μια φορά πτώχευση της Ελλάδας, κάτω από το υψηλό χρέος του εξωτερικού δανεισμού, επικαλούμενος ακόμη και τη Μικρασιατική Καταστροφή, που είχε σημειωθεί δέκα χρόνια πριν, αλλά και τη διεθνή οικονομική ύφεση από το Κραχ του 1929, ενώ στην πραγματικότητα ήταν συσσώρευση πολλών χρεών μαζί από την αρχή του αιώνα.

Όσα διαδραματίστηκαν τότε έχουν γίνει τελευταία πολύ γνωστά. Ξέσπασε θύελλα διαμαρτυριών κατά του Τρικούπη σε Λονδίνο, Παρίσι και Βερολίνο, που αξίωσαν την επιβολή διεθνούς ελέγχου στις εισπράξεις του Δημοσίου. Αλλά και στην Ελλάδα από την αντιπολίτευση.

Μάλιστα, στις 9.30 το βράδυ της 18ης Δεκεμβρίου 1893 και ενώ συνεδρίαζε η Βουλή ( Παλαιά Βουλή) μια έκρηξη – εκτός του κτηρίου – συντάραξε τους βουλευτές αν και το Προεδρείο έμεινε στις θέσεις του, ενώ πολλοί βουλευτές, έσπευδαν να πληροφορηθούν τι συνέβη. Πάντως συνεχίστηκε η συνεδρίαση με παρόντα και ήρεμο τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη.

Τα Χριστούγεννα 1893
Όμως, μιας και πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων του 2019, ας δούμε πώς βίωσε τη χρεοκοπία, η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών μέσα στις γιορτές το 1893, σύμφωνα με τον αντιπολιτευόμενο Τύπο της εποχής, δεδομένου ότι οι φιλο – Τρικουπικές εφημερίδες απέφευγαν τις περιγραφές και έγραφαν την ουσία…

Για παράδειγμα, όπως και σήμερα, έτσι και τότε ο «φιλοκυβερνητικός» ρεπόρτερ έγραφε για την κίνηση στη γιορταστική αγορά και τις τιμές των ειδών πλατιάς κατανάλωσης: «Πώς πήγε εφέτος η δουλειά;» ρωτά τον κρεοπώλη ο οποίος έτυχε να βρεθεί μπροστά του.«Καλά, δόξα τω Θεώ! Ο κόσμος λεπτά δεν έχει λένε και λεπτά ξοδεύει. Μυστήριον…»!

Από άλλη οπτική γωνία (αντικυβερνητικός Τύπος):

«Πάντες (στην αγορά) με κεκλιμένας τας κεφαλάς και την κατήφειαν εις το πρόσωπο εζωγραφισμένην… Η εξοικονόμησις του άρτου είναι το μόνον μέλημα πάντων των οικογενειαρχών…»

«Πανταχού ερείπια. Αι εορταί προκαλούσαι συγκρίσεις θλιβεράς παρασουσιάζωσι την κατάστασιν του τόπου υπό πάσαν αυτής αλγεινότητα. Και πονούσιν οι πολλοί και σκέπτονται και ζητούσι το αίτιον της δυσπραγίας…

Στα σατιρικά κείμενα χρησιμοποιούνται πολύ σκληρότερες εκφράσεις: «Ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητό σας/ κι αν άλλο τι δεν έχετε να φάτε τ΄ απ΄ αυτό σας…». Ενώ ένα άλλο, μπροστά στις γενικές περικοπές σαρκάζει: «Απεφασίσθη υπό της κυβερνήσεως να ψαλιδισθή και η σημαία μας…».

Περιέγραφε ο Τύπος για την κατάσταση στην Αθήνα: «Πλήθος άπειρον επαιτών. Μη φαινόμενον εις τον πολύν κόσμον, πλήθος στερούμενον του άρτου και γυμνητεύον ανεφάνη. Δεν είχομεν φαντασθή ποτέ τας Αθήνας περικλειούσας τοσαύτην δυστυχίαν, ουδέ τόσον αριθμόν πτωχών…».

«Ο μόνος πλούτος» σημείωνε χαρακτηριστικά χρονογράφος των ημερών, «ο διαχυθείς εις τας Αθήνας ήτο ο πλουσιοπαρόχως λούσας αυτάς ήλιος και ο μόνος κυκλοφορήσας χρυσός αι ακτίναι αυτού. Το μόνον το οποίον δεν φοβούμεθα μη χάσωμεν…».

Δεν ήταν απολύτως ακριβής. Αφενός μεν επειδή στα σαλόνια των ημερών έρρεε πλούτος. Αφ΄ ετέρου επειδή ακολούθησαν καταρρακτώδεις βροχές και πλημμύρες… (Τ’ αποσπάσματα που χρησιμοποιούνται προέρχονται από τις εφημερίδες ΑΣΤΥ, ΕΦΗΜΕΡΙΣ, ΠΡΩΪΑ και το ΡΩΜΗΟΣ του Σουρή).

Χαρακτηριστικό είναι ένα ακόμα ρεπορτάζ αγοράς της 24ης Δεκεμβρίου 1893:

«Όλοι εφέτος εν Ελλάδι εγένοντο πτωχότεροι ή ολιγότερον πλούσιοι. Πέρυσι είχον γίνει ολιγότερον πλούσιοι και πτωχότεροι παρά πρόπερσι. Απώλεσε μεγάλο μέρος των κεφαλαίων του ο έχων αυτά ενδεδυμένα εις χρεόγραφα δημόσια ή ιδιωτικούς πιστωτικούς τίτλους.

Εζημιώθη ο κτηματίας εις ον αποβαίνει λίαν δυσχερής η είσπραξις των εισοδημάτων του. Εζημιώθησαν όλοι οι παραγωγοί, διότι η ύφεσις των καταναλώσεων επέφερε την έκπτωσιν των τιμών των προϊόντων των, την ελάττωσιν των κερδών των. Εζημιώθησαν όλοι οι έμποροι διότι ολιγώτερα ηγόρασαν και ολιγώτερα και ευθυνότερα πωλώσιν.

Η περιστολή της εν γένει παραγωγικής και συναλλακτικής κινήσεως ηλάττωσε τα ημερομίσθια των εργατών, πολλούς δε εξ αυτών εστέρησε παντελώς εργασίας.

Οι μέτοχοι των ποικίλων αλληλοβοηθητικών ταμείων, των πολιτικών, και στρατιωτικών εις χιλιάδας ανερχόμενοι εστερήθησαν μεγάλου μέρους των κατά μήνα βοηθημάτων των. Πάντες εν γένει οι κατά ποσόν σταθερόν από του Δημοσίου απολαμβάνοντες την αμοιβήν της εργασίας των, ευρίσκουν το ποσόν τούτο καταστάν περισσότερον γλίσχρον…

Όλαι αι περιουσίαι, όλα τα κεφάλαια, όλαι οι πρόσοδοι, όλα της εργασίας τα ανταλλάγματα εμειώθησαν. Ου μόνον κατά το ποσόν αλλά και κατ΄ αξίαν εμειώθησαν πάντα ταύτα ένεκα του εξευτελισμού του εν κυκλοφορία νομίμου νομίσματος, όστις εκδηλούται εν τη υπερτιμήσει ιδία όλων των αντικειμένων της βιωτικής καταναλώσεως και δη των εκ του εξωτερικού εισαγομένων.

Πάντα ταύτα ουχί κυρίως εκ της ανικανότητος του κράτους, όπως εκπληρώση τας προς τους δανειστάς υποχρεώσεις του, αλλ΄ ιδία η κατά την διακανόνισιν των συνεπειών εκείνων κυβερνητική αβουλία, ένεκα της οποίας εντελώς κατεστράφη και η δημοσία και εμπορική ημών πίστις…

Εν τη ειρήνη της οικογενειακής εστίας, ας μελετήσωμεν επί των παθημάτων τη σήμερον οι Έλληνες και είθε τόσον αθύμους και σκυθρωπούς να μη τους εύρωσιν άλλα Χριστούγεννα».

Φυσικό ήταν να σχολιάσει όλα αυτά και ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής, που έγραφε μόνος του την τετρασέλιδη εφημερίδα «Ο Ρωμηός», η οποία όσο και εάν ακούγεται περίεργο ήταν ολόκληρη έμμετρη, από τον τίτλο της: «Ο Ρωμηός, Εφημερίς που την γράφει ο Σουρής» μέχρι τις μικρές αγγελίες της!

«…Ω Λόντρα συ, φαγέδαινα παντός πεινώντος γένους,
οπού γελάς τους Κόντηδες και τους απεσταλμένους
και μας θαρρείς μουφλούζηδες, πτωχούς και ψωμοζήτας,
πώς ήθελα τα τέκνα σου εις εν να συναγάγω
και τότε με τα δόντια μου, που λέγουν Τραπεζίτας,
όλους τους Τραπεζίτας σου αυτοστιγμεί να φάγω!
Ουαί κι αλλοίμονον υμίν, ω δανεισταί σκληροί,
που τρέχει απʼ οπίσω σας ο Κόντες με κερί,
ουαί, που δεν δανείζετε τους πρώτους των ανθρώπων,
τους καταπλήξαντας την γην με κλέος απαράμιλλον,
ουαί, που διυλίζετε τα σπλάγχνα των κωνώπων
κι ευκόλως καταπίνετε ολόκληρον την κάμηλον,
ουαί, που καθαρίζετε απʼ έξω το ποτήρι
και το εντός αφίνετε ακάθαρτον ως πρώτον,
ουαί, που δεν μας κάνετε και τώρα το χατήρι
και ψήνεται ο Κόντες μας εις κάμινον ερώτων.
Ουαί υμίν, που σύρετε για μας τα εξʼ αμάξης,
ουαί υμίν, που θέλετε τας εις χρυσόν εισπράξεις,
ουαί υμίν, καθάρματα Τραπεζιτών αδίκων,
οπού τους φόρους θέλετε των διαφόρων σύκων,
ουαί υμίν, που θέλετε κι αυτά τα βελανίδια,
καθώς και τα λεγόμενα Ελληνιστί κικίδια,
ουαί, που θέλετε κι αυτόν τον φόρον της σταφίδος
χωρίς να εξελέγχεται το προϊόν κατʼ είδος,
ουαί υμίν, που θέλετε και τέλη μεταλλείων,
παντοδαπών εταιριών και τόσων ατμοπλοίων,
ουαί υμίν, που θέλετε σκωρίας του Λαυρίου
και καθεμίαν πρόσοδον παντός ουρητηρίου.
Ουαί υμίν, που θέλετε και μέρος της σταφίδος
και τρία πέμπτα του λαδιού, που βγαίνει στην Επτάνησο,
ουαί υμίν, γεννήματα ξεβράκωτης Αγγλίδος,
που σαν μωρό ποτίζετε τον Κόντε με γλυκάνισο,
ουαί υμίν, που θέλετε να σας γενούμε σκλάβοι
και τας εισπράξεις Τράπεζα σπουδαία νʼ αναλάβη,
ουαί, δυνάσται τύραννοι Ελλάδος νηστικής,
που μία εκ των Τραπεζών, η της Ιονικής,
πολύτιμα γραμμάτια κατʼ έτος θα εκδίδη
και θα τα τρων νηστεύοντες γαϊδάροι για γρασίδι.
Ουαί που θα πληρώνωνται τα τέλη των εμπόρων
με πίστεως γραμμάτια μεγάλης κι αοιδίου,
ουαί, που πάσα είσπραξις των υπεγγύων φόρων
θα στέλλεται προς κάλυψιν του τοκομεριδίου.
Ουαί υμίν, υποκριταί, δοχεία μαύρου δόλου,
οπού δεν εμπιστεύεσθε την πίστιν μας καθόλου
και πάσα πιστοποίησις πηγαίνει του κακού
γιατί φοβείσθε την βροντήν του πυροβολικού.
Ουαί υμίν, θρασύδειλα βλαστήματα ελάφων,
οπού παρέρχεσθε ψυχροί προ παναρχαίων τάφων
και λέγετε «για λείψανα και τάφους τι μας μέλει;
εμείς για τους παράδες μας γερά ζητούμε τέλη,
κι αν έχη δόξαν ο Ρωμηός κορώνα και τιμή του,
ας βράζη τον αέρα της να πίνη το ζουμί του».
Ουαί υμίν, κοάζοντες απόγονοι βατράχων,
που δεν σας καίγεται καρφί κι αν εις τον Μαραθώνα
ευρήκαμε τα κόκκαλα των Μαραθωνομάχων
και τούτον εδοξάσαμεν της ύλης τον αιώνα,
και λέγετε «για κόκκαλα πεντάρα δεν μας μέλει,
καθείς για τους παράδες του εισπράξεις φόρων θέλει,
κι όταν παθαίνουν οι Ρωμηοί γουργούραις των στομάχων
ας ροκανίζουν κόκκαλα των Μαραθωνομάχων».
Ουαί υμίν, υποκριταί, τσιφούτηδες Εβραίοι,
έντομα, περονόσποροι, ακρίδες, αρουραίοι,
ουαί υμίν, παμμίαρον Τραπεζιτών συνάφι,
που διόλου δεν συγκινούν των Μαραθώνων τάφοι,
μηδέ ρυάκων και πηγών σάς τέρπει το κελέρυσμα,
κι αρνείσθε να δανείσετε και μια στερλίνα χάρισμα.
Ουαί που θα τρελλάνετε τον Κόντε με τους όρους,
ουαί, που θέλετε κι αυτούς των κουκουλιών τους φόρους,
και λέτε δείχνοντες σʼ εμάς γεμάτα τα σακκούλια
πως με της δόξαις μοναχά δεν βάφονται κουκούλια,
ουαί, που δεν πιστεύετε κι εμένα τον Σωτήρα
και τα μυαλά μου, όλοι σας μου λέτε, και μια λύρα,
ουαί υμίν, που θέλετε να μας ιδήτε πτώμα
και σάλιο δεν αφίνετε μες στο στεγνό μας στόμα,
ουαί υμίν, ανίεροι, που μʼ όχεντρας φαρμάκι
κρυφά κρυφά δαγκώνετε τον Κόντε τον αχμάκη,
ουαί υμίν, ανήμερα θηρία της ερήμου,
που σκιάζομαι αν ευρεθώ και μια στιγμή κοντά σας
εκ φόβου μήπως το δεξί και το ζερβί μερί μου
το κομματιάσουν έξαφνα τα χαυλιόδοντά σας.
Ουαί, παμφάγα τέρατα…κακός ψυχρός σας χρόνος,
ταχόρταγά σας στόματα για τον παρά λυσσούν,
ουαί υμίν, Ιάσωνες της γραίας Αλβιόνος,
που της Ελλάδος θέλετε το δέρας το χρυσούν.
Ουαί υμίν, παληανθρωπιά…να πάτε να χαθήτε…
μʼ εκείνα τα κουπόνια σας μας τρώτε διαρκώς,
και τότε μόνον πιθανόν να ευχαριστηθήτε
όταν λωρίδα κόψετε Ελληνικής σαρκός.
Ουαί υμίν, που γρήγορα την πλάνην σας θα νοιώσετε, ουαί,
που για το δάνειον πικρά θα μετανοιώσετε,
ουαί, που θάλθη μια στιγμή καθείς να σας λυπήται
και τότε σεις, ω δανεισταί, προς τους Ρωμηούς θα πήτε:
«Ουαί υμίν, απόγονοι των ευκλεών προγόνων,
που χάβετε τα δανεικά με στόματα Γοργόνων,
ουαί, που μας σκοτίσατε με την πολλή σας κλάψα
κι όλους σαν κουτομόηδες μάς βάλατε στην κάψα,
ουαί, που σας δανείσαμε και τούτη τη φορά,
ουαί, που μας κατάφερε ο Κόντες μια χαρά,
ουαί που τον Εγγλέζο μας πιστέψαμε τον Λο μας,
ουαί, που μας καθίζετε σε μουλαριών καπούλια,
ουαί, που θέλει σπάσιμο το ξεροκαύκαλό μας
μʼ όλα τα βελανίδια σας, τα σύκα, τα κουκούλια,
ουαί, που τους μεγάλους σας δεν νοιώσαμε σκοπούς
και γρήγορα θα μας δεχθή προσκυνητάς η Τήνος,
ουαί, τρις πονηρότεροι κι αυτής της Αλεπούς,
που κυνηγούσε στο Γουδί ο νέος Κωνσταντίνος».

Χριστούγεννα 1896
Στην εφημερίδα της 28ης Δεκεμβρίου 1896 ο Σουρής στέλνει μέσω του ήρωα του, Φασουλή, τα… δώρα του στη βασιλική οικογένεια και στους αυλικούς, στους οποίους αφιερώνει το παρακάτω τετράστιχο:

«Ιδού και καραγκιόζηδες για τ’ Αυλικά κοπέλια,
που με τα τόσα σκέρτσα των ξεραίνεσαι στα γέλοια,
ιδού και λίγα κόκκαλα Βασιλικά για γλείψιμο,
να και σαπούνι και σκοινί για κρέμασμα και νίψιμο».

Χριστούγεννα 1897
Τα Χριστούγεννα του 1897 το «κλίμα» ήταν βαρύ, καθώς, μετά από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο, που έμεινε στην Ιστορία ως «ο ατυχής πόλεμος», οι δρόμοι της πρωτεύουσας είχαν γεμίσει από Θεσσαλούς και Κρητικούς πρόσφυγες.

Η εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη έγραφε (φ. 25.12.1897) σε σχόλιό της: «Αν αι μίτραι των δεσποτάδων όσοι θα λειτουργήσουν σήμερον εις τους ναούς είχαν ολιγώτερον χρυσάφι και διαμάντια και μπριλάντια και αι πατερίτσαι των ολιγώτερον ασήμι, εδίδοντο δε όλα αυτά υπέρ των πτωχών και των πεινώντων και των ριγούντων, θα ήταν ο Χριστός ολιγώτερον ευχαριστημένος;»

Fair Notice -Mε επιφύλαξη παντός νόμιμου δικαιώματος:Το newsplanet09 όπως και η σελίδα μας newsplanet09 στο facebook απαγορεύει ρητώς από 9/6/20 οποιαδήποτε επισήμανση ή χαρακτηρισμό των άρθρων του από μη αναγνωρισμένες από το Ελληνικό κράτος, αλλά και τους διεθνείς νόμους προστασίας ατομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθερίας άποψης και ιδεών από διαδικτυακές οργανώσεις, οι οποίες δεν συνάδουν με το Σύνταγμα & τους νόμους της χώρας μας, και τις οποίες δεν αναγνωρίζουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από enot-poloskun. Από το Blogger.