Siemens, Deutsche Bank, ΕΤΕ: Οι «φιλικές συμφωνίες» της Κατοχής


Στο περιθώριο των αποκαλύψεων για τα μαύρα ταμεία της Siemens που στοιχειώνουν την ελληνική πολιτική ζωή έχει επισημανθεί και το ιστορικό προηγούμενο με παλιά σκάνδαλα της ίδιας εταιρείας και τη διαπλοκή στελεχών της με παράγοντες του κομματικού συστήματος στην Ελλάδα.

Ομως δεν πρόκειται μόνο γι' αυτό. Η Siemens έχει βαθιές ρίζες στην ελληνική πραγματικότητα και η σχέση της με το ελληνικό Δημόσιο έχουν σημαδέψει τις πιο κρίσιμες καμπές της οικονομικής ιστορίας της Ελλάδας κατά τον 20ό αιώνα.

Φέρνουμε σήμερα στη δημοσιότητα ένα σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο, το οποίο δίνει μιαν άλλη προοπτική σε όσα απασχολούν τη σημερινή επικαιρότητα. Κατ' αρχάς συνδέει την ιστορική παρουσία της Siemens στα ελληνικά πράγματα με τη δράση μιας άλλης γιγάντιας γερμανικής εταιρείας, της τράπεζας Deutsche Bank. Και η γερμανική αυτή τράπεζα βρίσκεται σήμερα στην επικαιρότητα, έπειτα από την πρόσφατη έκθεσή της στην οποία έσπευσε να προκαταλάβει τη χρεοκοπία της Ελλάδας, ξεσηκώνοντας θύελλα διαμαρτυριών στη χώρα μας και προκαλώντας την αντίδραση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Χουντή, ο οποίος την κατηγόρησε για «κερδοσκοπικά παιχνίδια».

Το ντοκουμέντο για το οποίο γίνεται λόγος περιλαμβάνεται στην Εκθεση του OMGUS (Office of Military Government, United States), δηλαδή της Στρατιωτικής Κυβέρνησης των ΗΠΑ στο έδαφος της Γερμανίας μετά τη νίκη των συμμάχων και το διαμοιρασμό του γερμανικού κράτους σε ζώνες κατοχής. Το «υπουργείο Οικονομικών» (Finance Division) αυτής της αμερικανικής στρατιωτικής κυβέρνησης ανέθεσε το 1945 σε ειδικό τμήμα ερευνών τη μελέτη των βασικών ιδρυμάτων του ναζιστικού καθεστώτος, με την εντολή στους ερευνητές να εισηγηθούν τρόπους για την αποναζιστικοποίηση του μεταπολεμικού καθεστώτος. Η έκθεση ολοκληρώθηκε το 1946.

Οπως επισημαίνεται στο ντοκουμέντο αυτό, στην Ελλάδα δεν ακολουθήθηκε από τις κατοχικές δυνάμεις η συνήθης οδός της άμεσης ιδιοποίησης των περιουσιών των πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά επελέγη η οδός της «φιλικής συμφωνίας», δηλαδή η συνεργασία μιας μεγάλης γερμανικής τράπεζας (της Deutsche Bank) με μια μεγάλη ελληνική (την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, ΕΤΕ).

Η σημασία αυτής της «ειδικής μεταχείρισης» που είχε η Ελλάδα από τις δυνάμεις κατοχής στον οικονομικό και χρηματοπιστωτικό τομέα σημαίνει ασφαλώς πολλά για τη διαπλοκή οικονομικών και πολιτικών παραγόντων με το κατοχικό καθεστώς. 

Πρωταγωνιστικό ρόλο σ' αυτή τη «φιλική συμφωνία» της Deutsche Bank με την ΕΤΕ έπαιξε ως διαμεσολαβητής η Siemens. Από πού κι ώς πού; Μα η Siemens ίδρυσε την Deutsche Bank, ενώ στην Ελλάδα κατείχε μέσω της εταιρείας τηλεφώνων Ανώνυμος Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρεία (ΑΕΤΕ) στρατηγικό ρόλο.

Στο ίδιο ντοκουμέντο της OMGUS υπάρχει ειδικό κεφάλαιο για τη σχέση των δύο γερμανικών κολοσσών: «Η στενή σχέση μεταξύ της Deutsche Bank και της επιχείρησης Siemens έχει μια μακροχρόνια παράδοση και βασίζεται στα μεγάλα πλεονεκτήματα, τα οποία απέφερε και στους δύο συνεργάτες αυτή η σύνδεση της μεγαλύτερης τράπεζας με ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά συγκροτήματα στη Γερμανία.

»Μια αμοιβαία επιρροή μεταξύ διαφορετικών εταιρειών εξασφαλίζεται στη Γερμανία κατά κανόνα μέσω κατοχής μετοχών, μέσω χορήγησης πιστώσεων και μέσω αλληλοδιαπλοκής των διοικητικών συμβουλίων. Ολα αυτά τα στοιχεία ήταν παρόντα στη σχέση μεταξύ της Siemens και της Deutsche Bank, αλλά ήταν περισσότερο αποτελέσματα της συνεργασίας μεταξύ του βιομηχανικού γίγαντα και της τράπεζας και όχι τόσο όργανα ενός μονόπλευρου ελέγχου. [...] Η σχέση μεταξύ της Deutsche Bank και του συγκροτήματος Siemens ήταν πολύ στενή και πολύμορφη. Η Deutsche Bank είχε δεθεί ήδη από την εποχή της ίδρυσής της με τον οίκο Siemens και διατήρησε το στενό δεσμό για πολλές γενιές.

»Αυτός ο δεσμός εκδηλώνεται μέσα στην πυκνή αλληλοδιασταύρωση των εποπτικών συμβουλίων, γίνεται φανερός στην παρουσία των οκταψήφιων μετοχικών κεφαλαίων από την Deutsche Bank στις συνεδριάσεις των μετόχων της Siemens, στην κατοχή μετοχών της Deutsche Bank από τη Siemens και στην εκτενή χρήση από τη Siemens των μηχανισμών της Deutsche Bank, και των θυγατρικών της στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.

Η σχέση άρχισε το έτος 1870, όταν ο ίδιος Georg Siemens, ένας ανιψιός του Werner Siemens, του ιδρυτή της Siemens & Halske, συμμετείχε στην ίδρυση της Deutsche Bank και έγινε ο ανώτερος διευθυντής της. Το 1893 η Siemens πήρε ένα δάνειο 10 εκατομμυρίων μάρκων από την Deutsche Bank, η οποία από τότε εξελίχθηκε σε κύριο τραπεζικό οίκο της Siemens».

Και την κρίσιμη περίοδο της ναζιστικής κυριαρχίας διαπιστώνουμε ότι τα ίδια στελέχη μετέχουν στις διοικήσεις των δύο οικονομικών συγκροτημάτων. Οσο για τη σχέση της Siemens με την Ελλάδα, είναι γνωστό ότι ήδη από το 1927 η γερμανική εταιρεία είχε εξαγοράσει το 80% της ΑΕΤΕ, ενώ τα ίδια στελέχη κατά τις παραμονές του πολέμου κατείχαν διευθυντικές θέσεις στην ΑΕΤΕ και την «Σήμενς Ελληνική Ηλεκτροτεχνική». Από τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στη «φιλική συμφωνία» μεταξύ Deutsche Bank και ΕΤΕ, ξεχωρίζουν ο Ρίχαρντ Ντιρξ, αντιπρόσωπος της Siemens στην Ελλάδα και ο Κωνσταντίνος Γουναράκης, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα διευθυντικό στέλεχος της ΕΤΕ, της ΑΕΤΕ και της «Σήμενς Ελληνική Ηλεκτροτεχνική».

Το ντοκουμέντο που παρουσιάζουμε δεν έχει αξιολογηθεί από την τρέχουσα βιβλιογραφία για το ζήτημα, παρά το γεγονός ότι αποτελεί ερμηνευτικό κλειδί για πολλά δυσερμήνευτα προβλήματα της κατοχικής περιόδου, ενώ δίνει απαντήσεις και στις δυσκολίες που συνάντησε το μεταπολεμικό ελληνικό κράτος σε ζητήματα αποζημιώσεων ή αποκατάστασης της βλάβης που επέφερε η ναζιστική κατοχή.

Η πιο πρόσφατη ιστορική μελέτη για την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρεται, βέβαια, στη συμφωνία με την Deutsche Bank, αλλά δίνει τη δική της ερμηνεία, ενώ δεν υπάρχει αναφορά στην έκθεση του OMGUS:

«Το Γενικό Συμβούλιο, κατόπιν σχετικής πρότασης του Διομήδη, αποφάσισε ομόφωνα τον Μάιο 1941 να ξεκινήσει, ως τακτική κίνηση άμυνας απέναντι στις κλιμακούμενες οχλήσεις και πράξεις βίας των φιλοαξονικών δυνάμεων, συνομιλίες με την Deutsche Bank, ιδιωτικό τραπεζικό ίδρυμα με το οποίο η Εθνική είχε προπολεμικά μακρά συνεργασία. Προτιμήθηκε η Deutsche Bank, που θεωρούνταν πολιτικά ουδέτερη, έναντι της στενότατα συνδεδεμένης με το ναζιστικό καθεστώς Dresdner Bank, με την οποία επίσης η Εθνική είχε συνεργαστεί προπολεμικά» (Γιώργος Παγουλάτος «Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, 1940-2000», σ. 68-69).
Είναι αλήθεια ότι η Dresdner Bank είχε άμεση σχέση με το ναζιστικό καθεστώς. Αλλωστε και γι' αυτή την τράπεζα διατάχθηκε από τις αμερικανικές αρχές κατοχής έρευνα μετά τον πόλεμο. Αλλά και η Deutsche Bank δεν ήταν καθόλου αμέτοχη στα ναζιστικά εγκλήματα. Ηδη πριν από τον πόλεμο μετείχε στο πρόγραμμα επανεξοπλισμού της Γερμανίας, ενώ σημαντικός ήταν ο ρόλος της και στην «Αριοποίηση» ("Arisierung") των επιχειρήσεων, δηλαδή την υφαρπαγή των εβραϊκών περιουσιών και την απόδοσή τους σε «Αρίους» ημετέρους. Τα στελέχη της χρηματοδοτούσαν τον Χίτλερ πριν ακόμα αυτός κατακτήσει την εξουσία.

«Στο ίδιο πνεύμα», συνεχίζει η μελέτη του Παγουλάτου, «ο Ζαβιτζιάνος, τον Μάιο του 1941, είχε υποβάλει στον γερμανό διευθύνοντα σύμβουλο της Siemens στην Ελλάδα πρόταση μεσολάβησης της Εθνικής προς την κυβέρνηση Τσολάκογλου, προκειμένου η γερμανική εταιρεία να αναλάβει την εκμετάλλευση των υπεραστικών γραμμών στο πλαίσιο του έργου ολοκλήρωσης του τηλεφωνικού δικτύου.

»Μετά από άμεσες και επιτυχείς σχετικές διαπραγματεύσεις αντιπροσωπείας της Εθνικής υπό τον Διομήδη, οι δύο τράπεζες (Εθνική και Deutsche Bank) υπέγραψαν, στις 17 Ιουνίου 1941, κοινό συμφωνητικό που προέβλεπε τη σύσταση διμερούς ελληνογερμανικής επιτροπής, υπό την προεδρία του διοικητή της ΕΤΕ, για την εξέταση των προοπτικών ανάπτυξης στενότερων οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο ιδρυμάτων. Το συμφωνητικό προέβλεπε την κοινή μελέτη προτάσεων της ελληνικής πλευράς για την εκβιομηχάνιση, εκμετάλλευση των υδατοπτώσεων, εξόρυξη λιγνίτη και μεταλλευμάτων και ανάπτυξη των γεωργικών καλλιεργειών της χώρας. Η συμφωνία με την Deutsche Bank (με τη σύμπραξη και της Siemens) προέβλεπε ειδικότερα τη σύσταση εταιρείας από τις δύο τράπεζες, συνολικού κεφαλαίου 240 εκατομμυρίων δραχμών, που θα καταβάλλονταν εξίσου από τα δύο μέρη, για την εκμετάλλευση λιγνιτών, με βάση τεχνολογία εισαγόμενη από τη Γερμανία».

Στην ίδια μελέτη επισημαίνεται ότι δεν υπήρξε συνέχεια, αλλά αποδίδεται στη συμφωνία αυτή εξαιρετική σημασία: «Η συμφωνία δεν προχώρησε ποτέ στα επόμενα στάδια υλοποίησης, καθώς η Εθνική δεν διέθεσε τα απαιτούμενα κεφάλαια. Αλλωστε η από κοινού εταιρεία προβλεπόταν να έχει διάρκεια ενός έτους, μετά την άπρακτη πάροδο του οποίου θα διαλυόταν αυτόματα. Η συμφωνία με την Deutsche Bank αποσκοπούσε στην αναζήτηση ενός ισχυρού "μέσου άμυνας" για την Τράπεζα, μιας έξωθεν ισχυρής προστασίας απέναντι σε επεμβάσεις γερμανικών επιχειρηματικών παραγόντων που απειλούσαν όχι μόνο περιουσιακά στοιχεία, αλλά κυρίως την ίδια την αυτοτέλεια της Εθνικής.

»Τέτοια προστασία δεν μπορούσε βέβαια να παρασχεθεί από τις εγχώριες κατοχικές κυβερνήσεις. Η τακτική αυτή κίνηση απέδωσε, εν μέρει, αφού η παρέμβαση της Deutsche Bank κατά τις συνομιλίες κορυφής των δυνάμεων του Αξονα, το καλοκαίρι του 1941, είχε ως αποτέλεσμα να ζητηθεί από τις ελλαδικές αρχές να σεβαστούν την αυτοτέλεια της Εθνικής, πράγμα που προσωρινά οδήγησε στον περιορισμό των πιέσεων και επεμβάσεων στη λειτουργία της Τράπεζας.

»Τον Νοέμβριο 1941, ο Ζαβιτζιάνος ανέφερε με ικανοποίηση στο Συμβούλιο ότι μετά τη συνομολόγηση της σύμβασης με την Deutsche Bank έπαυσαν όλες οι πιέσεις που προέρχονταν από τη γερμανική πλευρά. Τον Φεβρουάριο 1942, ο Ζαβιτζιάνος ενημέρωνε το Συμβούλιο ότι μετά από τις αποφάσεις που ελήφθησαν στη Ρώμη κατά τις ιταλογερμανικές συνομιλίες σε σχέση με την Ελλάδα, με κοινή συνεννόηση των δυνάμεων κατοχής, και παρά τη δυσφορία ιταλικών κύκλων για τη συμφωνία με την Deutsche Bank, εξασφαλίστηκε η ανεξαρτησία της Εθνικής έναντι οποιασδήποτε επέμβασης ή ανάμειξης τρίτων. Τα μέλη του Συμβουλίου ομόφωνα και ενθέρμως επιδοκίμασαν τη συμφωνία με την Deutsche Bank για την ορθότητα και το ρεαλισμό της στην προστασία των συμφερόντων της Εθνικής» (σ. 69-70).

Αντίθετα από τις εκτιμήσεις αυτές που βασίζονται στη θεωρία της «ανεξαρτησίας» της Deutsche Bank, η πολυσέλιδη έκθεση του OMGUS καταλήγει σε ένα συμπέρασμα το οποίο δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τον ενεργό ρόλο της τράπεζας στο ναζιστικό καθεστώς.

«Προτείνονται τα ακόλουθα:

1. Η Deutsche Bank πρέπει να διαλυθεί.

2. Οι υπεύθυνοι συνεργάτες της Deutsche Bank πρέπει να κατηγορηθούν και να παραπεμφθούν ως εγκληματίες πολέμου ενώπιον δικαστηρίου.

3. Τα διευθυντικά στελέχη της Deutsche Bank πρέπει να αποκλειστούν από την ανάληψη σημαντικών ή υπεύθυνων θέσεων στην οικονομική και πολιτική ζωή της Γερμανίας».

Σήμερα γνωρίζουμε ότι η εμπεριστατωμένη έκθεση του OMGUS δεν υιοθετήθηκε ποτέ από τους Συμμάχους. Μετά την ανάδειξη του Τρούμαν στην προεδρία των ΗΠΑ έπαυσε να υπάρχει ο στόχος της «αποναζιστικοποίησης» του γερμανικού καθεστώτος που επιχείρησε η κυβέρνηση Ρούζβελτ. Ο στόχος πλέον ήταν η ανασυγκρότηση της Γερμανίας ως σημαντικού παράγοντα του Ψυχρού Πολέμου. Οχι μόνο δεν διαλύθηκε η Deutsche Bank, αλλά τα στελέχη της αξιοποιήθηκαν στις σημαντικότερες θέσεις. Ο ισχυρός της άνδρας Χέρμαν Αμπς προσελήφθη ως άτυπος οικονομικός σύμβουλος από τις βρετανικές δυνάμεις κατοχής και χρημάτισε αργότερα προσωπικός συνεργάτης του καγκελάριου Αντενάουερ.

Η Ελλάδα δεν μπορούσε να λείπει απ' αυτή την «αξιοποίηση». Οπως μας πληροφορεί η ίδια μελέτη για την ιστορία της ΕΤΕ: «Στο πλαίσιο της εκβιομηχάνισης, η Εθνική Τράπεζα αναβίωσε, το 1958, την παλαιά συνεργασία της με την Deutsche Bank, που όπως είδαμε είχε χρησιμοποιηθεί κατά την Κατοχή προκειμένου να θωρακίσει την τράπεζα απέναντι σε ξένες πιέσεις. Συστάθηκε κοινή επιτροπή των δύο τραπεζών για τη συγκεκριμενοποίηση των κοινών επιδιώξεων στη βάση μελετών της Εθνικής για τη γενική οικονομική κατάσταση της χώρας και τις συνθήκες της ελληνικής βιομηχανίας» (σ. 260).

TNXS.GR

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από enot-poloskun. Από το Blogger.