Στις 6 Ιανουαρίου 1966 έγινε η μελοποίηση της Ρωμιοσύνης του Γιάννη Ρίτσου από τον Μίκη Θεοδωράκη


Στις 6 Ιανουαρίου 1966, ο Μίκης Θεοδωράκης εμπνεύστηκε και έπαιξε στο πιάνο για πρώτη φορά τις μελωδίες των τραγουδιών της Ρωμιοσύνης του Γιάννη Ρίτσου, που ηχογραφήθηκε λίγους μήνες αργότερα και συνιστά έναν από τους σημαντικότερους δίσκους στην ιστορία της Ελληνικής Μουσικής. Τα κομμάτια της Ρωμιοσύνης αποτελούν μια ξεχωριστή παρακαταθήκη του Μίκη και ακούγονται αδιαλείπτως έως και σήμερα. Με αφορμή αυτό το υψίστης σημασίας πολιτιστικό γεγονός θα παρακολουθήσουμε πώς ο Μίκης οδηγήθηκε σε αυτή την ιστορική σύνθεση. 
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 δημιουργήθηκε μία οργάνωση γυναικών που σκοπό είχε την αποφυλάκιση των πολυάριθμων κρατουμένων της προηγούμενης δεκαετίας και της εποχής του Εμφυλίου. Το 1962 μία επιτροπή από τις γυναίκες αυτές επισκέφθηκε τον Μίκη στο σπίτι του λέγοντας «Σύντροφε, πήγαμε και είδαμε τον Ρίτσο. Σκεφτήκαμε να κάνει κάτι ο Ρίτσος και να το μελοποιήσετε εσείς. Να βγει ένας δίσκος, να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη μήπως βγουν οι άντρες μας από τη φυλακή». Ο μεγάλος ποιητής διάλεξε κάποια αποσπάσματα από παλιότερο έργο του και συγκεκριμένα από την  ποιητική σύνθεση Ρωμιοσύνη  που κυκλοφόρησε με την ποιητική συλλογή Αγρύπνια (1954). Πρέπει φυσικά να αναφερθεί ότι η Ρωμιοσύνη γράφτηκε από τον Ρίτσο στο διάστημα 1945-1947 και περιγράφει με αριστουργηματικό τρόπο την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης. Ο Μίκης, παρόλο που ήταν ιδιαιτέρως ευαισθητοποιημένος στο θέμα των κρατουμένων, δεν προχώρησε άμεσα σε μελοποίηση και το χειρόγραφο του ποιητή παρέμεινε μέσα στο σωρό των εγγράφων του γραφείου του.
Τα Θεοφάνεια στον Πειραιά και η βιαιοπραγία κατά του Μίκη

Η ευκαιρία δόθηκε κατά τον εορτασμό των Θεοφανείων του 1966. Ως γνωστόν το πολιτικό κλίμα ήταν υπερβολικά οξυμένο εκείνη την περίοδο αφού λίγους μήνες νωρίτερα, τον Ιούλιο του 1965, είχε δημιουργηθεί η τεράστια πολιτική κρίση που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Ιουλιανά ή Αποστασία. Ακολούθησε η παραίτηση του λαοφιλούς Γεωργίου Παπανδρέου με τη δυσαρέσκεια του λαού να εκφράζεται ποικιλοτρόπως. Φθάνουμε λοιπόν στη μεγάλη Δεσποτική εορτή των Θεοφανείων με τον βασιλιά Κωνσταντίνο και μέλη της κυβέρνησης Στέφανου Στεφανόπουλου να πηγαίνουν στον Πειραιά για την τελετή του Αγιασμού των υδάτων. Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε δηλώσει ότι θα πήγαινε κι αυτός στον Πειραιά με αποτέλεσμα ο βασιλιάς και τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου να μετακινηθούν προς το Τουρκολίμανο. Όμως ο λαός εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να διαδηλώσει κατά του βασιλιά και της κυβέρνησης με αποτέλεσμα να προκληθούν σοβαρά επεισόδια. Ο Μίκης, ευρισκόμενος κοντά στο Δημοτικό Θέατρο και την πλατεία Κοραή, δέχτηκε επίθεση από την αστυνομία που είχε εξαπολύσει επίθεση κατά των διαδηλωτών. Ένας υπαστυνόμος μάλιστα ούρλιαξε λέγοντας «Ακούς εκεί να μην πάει κανένας στον Βασιλιά και να έλθουν όλοι στον Παπανδρέου και την ΕΔΑ». Ένας αρχιφύλακας βλέποντας τον πανύψηλο Μίκη φώναξε «Θεοδωράκη Βούλγαρε» και ο Μίκης δέχθηκε στη συνέχεια ξυλοκόπημα πέφτοντας στην άσφαλτο γεμάτος αίματα.
Η γέννηση των μελωδιών
Γυρίζοντας ο Μίκης στο σπίτι του, προσπάθησε να καθαρίσει τα αίματα ούτως  ώστε να μην τον δουν τα παιδιά του σε τόσο άσχημη κατάσταση. Δεν πήγε για φαγητό αλλά κατευθύνθηκε στο γραφείο του όπου είδε στην κορυφή της στοίβας με τα χαρτιά το αντίγραφο με τα ποιήματα του Ρίτσου που του είχε δώσει το 1962 η επιτροπή γυναικών για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων. Όντας κυριολεκτικά χτυπημένος και συνεπώς  φορτισμένος από τα πρωινά γεγονότα στον Πειραιά, με το που είδε τους στίχους «Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό» ξεκίνησε αμέσως να παίζει τη μελωδία που του ήλθε αβίαστα στο μυαλό. Είπε χαρακτηριστικά ο μέγας Μίκης σε παλαιότερη συνέντευξη «Ήταν αυτό που ήθελα να εκφράσω εκείνη τη στιγμή σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης. Αμέσως τα ξέχασα όλα. Κάθομαι στο πιάνο και δεν προφθάνω να διαβάζω (σσ. στίχους από τα χειρόγραφο του Ρίτσου). Διάβαζα κι έγραφα. Διάβαζα κι έγραφα. Και για να μην το ξεχνάω κάθε τέσσερις στίχους το έγραφα». Ακούγοντας οι δικοί του το πιάνο, πάει η μικρή Μαργαρίτα και του λέει: «Μπαμπά, τρώμε». Η απάντηση του Μίκη «Πήγαινε παιδί μου κι έρχομαι». Στη συνέχεια η σύζυγός του Μυρτώ στέλνει το γιο του τον Γιώργο. Η απάντηση του Μίκη ήταν η ίδια. Ουσιαστικά προσπαθούσε να τελειώσει το πρώτο τραγούδι όπερ και εγένετο. Με αυτόν τον εκπληκτικό τρόπο ο Μίκης έγραψε, όπως έχει αφηγηθεί ο ίδιος, τα οκτώ (από τα εννέα) τραγούδια της Ρωμιοσύνης σε μία μόλις ώρα. Σαν να εξακόντιζε η ίδια η ποίηση τις μελωδίες στο μυαλό του. Ήταν τέτοια η δύναμη των στίχων του ποιητή και τέτοια η ψυχολογική και συναισθηματική κατάσταση του Μίκη που έκαναν ένα ιδανικό πάντρεμα, μία μοναδική ένωση, που θα έμπαινε στο μυαλό και τις καρδιές των Ελλήνων.
Η κλήση του Μπιθικώτση
Ο Μίκης κάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, τον τραγουδιστή του, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, για να ακούσει τις μελωδίες και να ξεκινήσουν πρόβες. Ο Μίκης είχε πει ότι αρχικά ο Γρηγόρης έμεινε απαθής μπροστά στα νέα τραγούδια. Ο διάλογος που διημείφθη μεταξύ τους ήταν ο εξής:
Μίκης: Γρηγόρη…
Γρηγόρης: Δεν κατάλαβα τίποτα..
Μίκης: Γρηγόρη, τι δεν κατάλαβες;
Γρηγόρης: Δεν έπιασα το νόημα..
Μίκης: Η μελωδία δεν σου άρεσε; Τα λόγια δεν σου άρεσαν;
Γρηγόρης: Και μου άρεσαν και δεν μου άρεσαν αλλά τι να σου πω, Μίκη. Ίσως να κάνω λάθος. Δεν κάθεσαι να τα παίξεις άλλη μία φορά…
Τελικά ο Μίκης έγραψε τα τραγούδια σε μία κασέτα για να μπορέσει ο Γρηγόρης να τα ακούσει στο σπίτι του μήπως και αλλάξει γνώμη. Ο Μπιθικώτσης για δύο ημέρες δεν είχε πιάσει καθόλου την κασέτα. Στη συνέχεια ξεκίνησε να ακούει τα τραγούδια αλλά δεν μπορούσε να μπει στο νόημα της μελωδίας και του στίχου όπως είχε πει  σε συνέντευξή του. Μετά από καμιά εβδομάδα ο Μίκης πήρε τηλέφωνο το φίλο του και συνεργάτη του για να δει πώς πάει η εκμάθηση αλλά ο Γρηγόρης παρέμενε αρνητικός. Ύστερα από λίγο καιρό, επιστρέφοντας από το μαγαζί που εργαζόταν εκείνη την περίοδο, προσπάθησε να ακούσει ξανά τις μελωδίες και πάλευε με τον εαυτό του μονολογώντας «Πρέπει να τα πεις, Γρηγόρη. Είναι σαν τα προηγούμενα με τον Επιτάφιο και σαν τον Άξιον Εστί. Από πού τα έφερε ο Μίκης; Από τον Άρη
Προσπαθεί λοιπόν  να πει ένα τραγούδι πιστεύοντας ότι αν τα καταφέρει, τότε θα έμπαινε στη μελωδία και των άλλων κομματιών. Τελικά τα κατάφερε με το (μετέπειτα) πασίγνωστο «Θα σημάνουν οι καμπάνες» και ύστερα απέδωσε σταδιακά και τα υπόλοιπα. Ο Μπιθικώτσης ποτέ δεν έκρυψε ότι τα τραγούδια της Ρωμιοσύνης ήταν αυτά που τον δυσκόλεψαν περισσότερο στην καριέρα του αλλά κι ο ίδιος θεωρούσε ότι έδωσε τις καλύτερες ερμηνείες του  σε αυτά.
Γενικότερα ένα έργο σαν την Ρωμιοσύνη με ελεύθερο στίχο έκρυβε πολλές τεχνικές δυσκολίες και για τους μουσικούς. Αναμενόμενο ήταν να χρειαστούν πολλές πρόβες ούτως ώστε οι μουσικοί και ο τραγουδιστής να αποδώσουν άριστα τις πρωτοποριακές μελωδίες του Μίκη.
Η αποδοχή του έργου
Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο περίφημο θέατρο «Κεντρικό», που ήταν κατάμεστο από αντιστασιακούς και αναμφίβολα αποτελούσαν  το καταλληλότερο κοινό. Η υποδοχή των τραγουδιών ήταν τουλάχιστον συγκινητική. Πολλοί αντιστασιακοί έκλαιγαν ακούγοντας την επική μουσική του Μίκη από την εξαιρετική λαϊκή ορχήστρα και την τρομερή ερμηνεία του Μπιθικώτση. Στη συνέχεια το έργο παρουσιάστηκε σε πολλά μέρη της Αθήνας, του Πειραιά και ολόκληρης της Ελλάδας με τον κόσμο να κατακλύζει τις αίθουσες και τα στάδια. Το κοινό δεν είχε απλώς αγκαλιάσει τη Ρωμιοσύνη αλλά φαινόταν να υπάρχει μια άνευ προηγουμένου αποδοχή που δεν είχε γνωρίσει κανένα άλλο μουσικό έργο. Φυσικά στις συναυλίες αυτές παρουσιάζονταν και άλλα παλαιότερα έργα του Μίκη αλλά η Ρωμιοσύνη προσέθετε πάντα το κάτι παραπάνω.
Ευνόητο ήταν ότι κατά την περίοδο της χούντας (1967-1974)  τα τραγούδια της Ρωμιοσύνης ακούστηκαν κατά κόρον, παρόλο που τα έργα του Μίκη ήταν απαγορευμένα.
  1. Αυτά τα δέντρα
  2. Όλοι διψάνε
  3. Όταν σφίγγουν το χέρι
  4. Τόσα χρόνια
  5. Μπήκαν στα σίδερα
  6. Δέντρο το δέντρο
  7. Ποιος να το πει
  8. Θα σημάνουν οι καμπάνες
  9. Τραβήξανε ψηλά
Παρόλο που όλα τα τραγούδια ακούστηκαν πολύ δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι αυτά που τραγουδήθηκαν περισσότερο είναι τα «Όταν σφίγγουν το χέρι» και «Θα σημάνουν οι καμπάνες». Δύο τραγούδια από τα πιο γνωστά της Ελληνικής μουσικής που παίζονται πολύ συχνά σε συναυλίες ακόμα και τώρα ενώ το «Αυτά τα δέντρα» και το «Δέντρο το δέντρο» είναι αυτά που μάλλον ακολούθησαν σε δημοτικότητα.
Η θέση του ποιητή για τη μουσική του έργου
Ο ίδιος ο Γιάννης Ρίτσος ενθουσιάστηκε τόσο πολύ από τη μεγαλειώδη  μουσική του Μίκη και την ανεπανάληπτη αποδοχή του έργου που είχε δηλώσει «Ένιωσα πως η εξαίσια αυτή, στην αίσθησή μου, μουσική του, όχι μόνο ανακάλυψε στο βάθος, υπογράμμιζε, αναδείκνυε την όποια σημασία αυτού του ποιήματος, μα πήγαινε πιο πέρα από το ποίημα, αγκαλιάζοντας όλη την Ελλάδα… Γι’ αυτό αισθάνομαι την ανάγκη να ξαναπώ αυτό που αυθόρμητα ανέβηκε στα χείλη μου στο πρώτο άκουσμα αυτής της σύνθεσης: Η Ρωμιοσύνη του Θεοδωράκη είναι ένα έξοχο, ένα μεγάλο έργο, με εντελώς ιδιαίτερη σημασία για το μουσικό μας βίο και για ολόκληρο το νεοελληνικό μας πολιτισμό».
Κι όπως για τον Μίκη ήταν ένα από τα σπουδαιότερα έργα του, το ίδιο ισχύει και για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση που έδωσε άφθαστες ερμηνείες. Με την Ρωμιοσύνη ο Ρίτσος αποδέχτηκε πολύ περισσότερο τον κορυφαίο τραγουδιστή, αφού στον Επιτάφιο θεωρούσε ότι ταίριαζε πιο πολύ γυναικεία φωνή. Μεταξύ άλλων διθυραμβικών σχολίων είχε πει ο μεγάλος ποιητής. «Ο Μπιθικώτσης έχει στο ενεργητικό του τεράστιες επιτυχίες τραγουδώντας ποίηση μεγάλων ποιητών, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Λειβαδίτη και άλλων ακόμα αλλά μέσα σ’ αυτές τις μεγάλες του επιτυχίες νομίζω πως η κορυφαία του επιτυχία ήταν η Ρωμιοσύνη, μια ερμηνεία μοναδική, ασύγκριτη, ανεπανάληπτη… Μέσα στη φωνή του, όλο ο καημός του Ελληνικού Λαού, όλο του το μεράκι και όλη του η λεβεντιά φαίνεται σ’ όλο τους το μεγαλείο! Θα ‘θελα αυτή τη στιγμή να ευχαριστήσω τον Γρηγόρη Μπιθικώτση που με τη λαμπρότητα της φωνής του έφερε την Ελληνική ποίηση κοντά στον Ελληνικό λαό από όπου και προήλθε.  Θυμάμαι ότι σε μεγάλα γεγονότα της Νεοελληνικής μας ιστορίας εδώ και δεκαπέντε χρόνια (σ.σ. ο Ρίτσος είπε τα λόγια αυτά το 1983), σε κρίσιμες αγωνιστικές στιγμές του Ελληνικού λαού, η φωνή του βρισκόταν πάντα μπροστά τραγουδώντας τη Ρωμιοσύνη». Άλλωστε με τις ερμηνείες αυτές ο Μπιθικώτσης αποκλήθηκε δίκαια ως «τραγουδιστής της Ρωμιοσύνης».
Σε κάθε περίπτωση η μοναδική έμπνευση του Μίκη πάνω στην υψηλή ποίηση του Ρίτσου χάρισε στην Ελληνική μουσική  έναν ακόμα ανεκτίμητο θησαυρό που πάντα θα στολίζει την πλουσιότατη πολιτιστική παράδοση της χώρας μας.
ΠΗΓΗ MUSIC CORNER.GR

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από enot-poloskun. Από το Blogger.