Η ΠΑΛΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ, Η ΑΣΤΕΡΙΣ ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΘΑΚΗ Κώστας Δούκας ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Αναδημοσιεύουμε από το Λευκαδίτικο περιοδικό «Προκυμαία» (τεύχος 4o, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2008, σελ. 12-19) ένα άρθρο του γνωστού δημοσιογράφου, συγγραφέα και μελετητή του Ομήρου Κώστα Δούκα με τίτλο «Η ΠΑΛΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ, Η ΑΣΤΕΡΙΣ ΚΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΘΑΚΗ». Επειδή το άρθρο είναι μακροσκελές θα το αναδημοσιεύσουμε σε δύο μέρη.


Λεπτομέρεια από το χάρτη Leucas (Alt-Ithaka) με την πόλη και το λιμάνι της Ιθάκης κατά τον Νταίρπφελντ (Πηγή: Wilhelm Dörpfeld, Alt-Ithaka, Zweiter Band)

Οι φιλόλογοι και οι αρχαιολόγοι, πρωτίστως δε οι Έλληνες, πρέπει να ασχοληθούν σοβαρά με το θέμα της εποχής κατά την οποία έζησε και έγραψε ο Όμηρος.
Δεν είναι δυνατόν να εξακολουθούμε να είμαστε προσκολλημένοι στο «διδαγμένο ομηρικό δόγμα», όπως διαμορφώθηκε από τα αλλόγλωσσα «ιερά τέρατα» της φιλολογίας του περασμένου αιώνα. Αυτοί οι ομηριστές (Βολφ, Βιλαμόβιτς κ.α.) πίστευαν ότι οι γεωγραφικές περιγραφές του Ομήρου ως προς την Ιθάκη, υπήρξαν επινόημα της φαντασίας του ποιητού, μολονότι ο Στράβων διαφωνεί και θεωρεί τον Όμηρο όχι απλώς γεωγράφο, αλλά τον ιδρυτή της γεωγραφικής επιστήμης (αρχηγέτην είναι της γεωγραφικής εμπειρίας Όμηρον, Γεωγραφικά Βιβλ. 1§2). Το ίδιο πίστευαν κατά τον Στράβωνα και οι παλαιότεροι φιλόσοφοι που ασχολήθηκαν με την γεωγραφία, όπως ο Ίππαρχος, ο Ερατοσθένης, ο Εύδοξος κ.α.
Έτσι οι Γερμανοί Ομηριστές του περασμένου αιώνα έφθασαν στο σημείο να χαρακτηρίζουν ως περιττό και αντιεπιστημονικό το να ερευνηθεί με ανασκαφές η ανταπόκριση των περιγραφών προς την πραγματικότητα, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές σοβαρές και ανεξήγητες αντιφάσεις μεταξύ των επών και της πραγματικότητας.
Και όμως, η αναμφισβήτητη γεωγραφική κατάρτιση του Ομήρου υπό το φως των σημερινών ανακαλύψεων της αρχαιολογίας, αποτελεί ουσιώδες αποδεικτικό μέσον για την εποχή κατά την οποίαν έζησε και έγραψε ο μέγιστος των ποιητών. Διότι έχει καταδειχθεί ότι τα σύγχρονα έπη της Ιλιάδος και της Οδύσσειας όπως μας διεσώθησαν, αποτελούν μετεγγραφές από παλαιότερες ελληνικές διαλέκτους, αφού ήδη στα Ιωνικά κείμενα σώζονται δείγματα της αττικής και της αιολικής διαλέκτου (Γκίλμπερτ Μάρυ). Εξυπακούεται ότι υπάρχει άμεσος γλωσσικός δεσμός με τις γραμμικές Α και Β και κυρίως με την τελευταία, που έχει σχεδόν πλήρως αποκρυπτογραφηθεί. Αυτός και μόνον ο γλωσσικός δεσμός αποδεικνύει την παλαιότητα της ελληνικής γλώσσας και γραφής. Παρά το γεγονός ότι κατά τους Βέντρις και Τσάτγουικ οι πήλινες πινακίδες της ΓΓΒ που ανακαλύφθηκαν και αναγνώσθηκαν αποτελούν καταλόγους προϊόντων, ζώων, αντικειμένων και ανθρώπων, πάρα πολλές λέξεις ταυτίζονται με την ομηρική διάλεκτο, όπως π.χ. tu-ga-te=θυγάτηρ, ko-wo=κούρος , ti-ri-po=τρίπους, me-ri=μέλι, i-je-re-ja=ιέρεια, re-wo-to-ro-ko-wo (lewotrokhowo(i)_=λουροχόος κ.α.
Η ανακάλυψη του Διοπηλιού Καστοριάς ήλθε να επιβεβαιώσει ότι η γραμμική γραφή έχει ζωή πολλών χιλιετηρίδων και έχει προτεραιότητα, όπως άλλωστε ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, έναντι της σφηνοειδούς των Σουμερίων και της ιερογλυφικής των Αιγυπτίων.
Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι Ετεοκρήτες οι οποίοι αποδεδειγμένως θαλασσοπορούσαν ήδη από την 10η χιλιετηρίδα, δεν εκόμισαν στην Ελλάδα ούτε την σφηνοειδή ούτε την ιερογλυφική ως νεωτερισμό, διότι απλούστατα είχαν δικό τους σύστημα γραφής.
Η παλαιότητα του Ομήρου και η παλαιότητα της ελληνικής γραφής συναρτάται και με την γεωγραφία αφού πάρα πολλά τοπωνύμια της Ελλάδας άλλαξαν ονομασία κατά την διαδρομή των αιώνων. Σαν παραδείγματα θα αναφέρουμε ότι η Θεσσαλία και η Βοιωτία έλαβαν τα ονόματά τους μετά τον Τρωϊκό πόλεμο, όταν οι Βοιωτοί που εξετοπίσθησαν κατέλαβαν την χώρα του Κάδμου, που ονομάστηκε Βοιωτία. Η μικρασιατική Ιωνία πήρε το όνομά της όταν εξεδιώχθησαν οι Ίωνες από την Πελοπόννησο και διεπεραιώθησαν στην Μικρά Ασία. Ολόκληρη η Πελοπόννησος κατά την 2η χιλιετία ανομαζόταν Άργος και έλαβε το όνομά της μετά την κάθοδο των Δωριέων. Η Κέρκυρα παλιότερα ονομαζόταν Δρεπάνη και Μάκρις, κατά τον Όμηρο ίσως Σχερία και αργότερα Κόρκυρα ή Κέρκυρα, γνωστή διεθνώς ως Κορφού από το «κορυφή». Επίσης η ιωνική νήσος Σάμος ονομαζόταν αρχικώς Μελάμφυλλος, κατόπιν Ανθεμίς, αργότερα Παρθενία και τελικώς Σάμος (Στράβων 457).
Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε κατάλογο πόλεων και ευρυτέρων περιοχών που άλλαξαν τα ονόματά τους κατά την διαδρομή των αιώνων, αλλά δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται. Είναι όμως αναγκάιο να τονισθή ότι ο Όμηρος γνωρίζει μόνο τις παλαιότερες ονομασίες τις οποίες και χρησιμοποιεί κατά κόρον στην υποτιθέμενη εποχή κατά την οποία έζησε και έγραψε, ήτοι τον 7ον αιώνα. Γνωρίζει π.χ. την Θεσσαλία ως Φθία, τον Νείλο ως Αίγυπτον, την Χερώνια ως Άρνη, την Λειβαδειά ως Μίδεια κλπ.
Οι αναφορές αυτές του Ομήρου είχαν προκαλέσει την εύλογη έκπληξη των αρχαίων συγγραφέων, όπως π.χ. του Ηροδότου, του Στράβωνος, του Διοδώρου, του Σικελώτου κ.α. οι οποίοι όμως, προσηλωμένοι στην παράδοση και μη δυνάμενοι να υποπτευθούν ότι ο Όμηρος είναι παλαιότατος άνθρωπος (όπως υποστηρίζει ο γράφων, βλέπε «το μεγάλο μυστικό του Ομήρου») συμφωνούν ότι ο μέγιστος των ποιητών είχε την συνήθεια να αναφέρεται στα παλαιά. Για ποιό λόγο όμως; Για να προβληματίσει τους συγχρόνους του; Κι αν είχε την συνήθεια να αναφέρεται στις παλαιότερες ονομασίες των πόλεων, των ποταμών, των νησιών κλπ, γιατί αποκαλεί την Αθήνα με το όνομά της και όχι Κεκροπία, Θήβα αντί Καδμεία κλπ;
Ακόμα και ο Στράβων, ο οποίος θεωρεί τον Όμηρο, όπως προαναφέραμε, ως τον ιδρυτή της γεωγραφικής επιστήμης, εκπλήσσεται επειδή ο ποιητής χαρακτηρίζει την νήσο Φάρο ως πελαγίσια (πελαγίαν), μολονότι γνωρίζει ότι όντως η Φάρος τα παλαιότερα χρόνια, πριν από τις προσχώσεις του Νείλου, θα βρισκόταν ανοιχτά στην θάλασσα.
Χωρίς αμφιβολία οι διαμορφώσαντες το ομηρικό δόγμα φιλόλογοι του περασμένου αιώνα θα είχαν πεισθή ότι οι γεωγραφικές αναφορές των επών ήσαν αληθινές. Προτίμησαν ωστόσο να υποστηρίξουν όπως π.χ. ο Βιλαμόβιτς, ότι τα γεωγραφικά δεδομένα των επών είναι προϊόντα ποιητικής φαντασίας. Κατά την απαράδεκτη αυτή θεωρία έπρεπε ο Όμηρος να είναι υποχρεωτικά Μικρασιάτης και να φαντάσθηκε όχι απλώς την γεωγραφία αλλά ακόμη την τοπογραφία της Δυτικής Ελλάδος.
Οι ανασκαφές που έγιναν τον περασμένο αιώνα στην Λευκάδα από τον W. Dörpfeld κατέρριψαν όλες αυτές τις απαράδεκτες θεωρίες που κατά τρόπο προκλητικό αλλά και μεθοδικό πέρασαν ακόμη και στα λεξικά. Αν ανοίξει π.χ. κανείς το ομηρικό λεξικό του Ι. Πανταζίδη στην σελίδα 106 και στην λέξη «Αστερίς» θα διαβάσει έκπληκτος τα εξής: «Μικρά (πιθανώς πλαστή) νήσος του Ιονίου Πελάγους εν τω πορθμώ μεταξύ Σάμης και Ιθάκης».
Αυτό το «πιθανώς πλαστή» τοποθετήθηκε από τον Κρούσιο σκοπίμως προκειμένου να μην εστιαστεί το ενδιαφέρον του ερευνητού στην ακριβή γεωγραφική θέση της Αστερίδος όπως μας περιγράφει ο Όμηρος, που αποτελεί την πιο ακαταμάχητη απόδειξη του Dörpfeld ότι η ομηρική Ιθάκη είναι η Λευκάδα.
Διότι αν η αλήθεια αυτή αναγνωριζόταν, τότε υποχρεωτικά θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι ο Όμηρος περιγράφει την Ιθάκη και τις γειτονικές νήσους τις γεωγραφικές συνθήκες της προ της Δωρικής μεταναστευτικής εποχής, δηλαδή της 2ης προ Χριστού χιλιετηρίδος κατά τα γενικώς παραδεδεγμένα περί των χρόνων διεξαγωγής του Τρωικού πολέμου.
Όλο το ενδιαφέρον των αρχαιογνωστών του περασμένου αιώνα, εξηντλείτο στο πως θ’ αποστερήσουν τους Έλληνες από το μέγα βάθος της ιστορίας τους και την μακραίωνη παράδοση της γραφής η οποία εμφανίζεται στην Ελλάδα τον 8ο αιώνα ως διάττων αστήρ και ενώ όλοι οι γύρω λαοί της Μεσογείου έγραφαν. Έτσι όποιος υποστήριζε ότι ο Όμηρος περιγράφει λεπτομερώς την γεωγραφία της Δυτικής Ελλάδος προ της Δωρικής μεταναστεύσεως χαρακτηριζόταν περιφρονητικά ομηρολάτρης, ενώ τα σχολεία έπρεπε να προφυλαχθούν σοβαρά από αυτό το είδος λοιμού που έφεραν οι «περιφρονητές» της επιστήμης. Ωστόσο οι περιφρονούντες τους «περιφρονητές» της επιστήμης δεν έδιναν -ούτε δίνουν σήμερα- καμμία εξήγηση για τους παραδόξους στίχους της Ιλιάδος 631-637 της ραψωδίας Β που λέει τα εξής:
Αυτάρ Οδυσσεύς ήγε Κεφαλλήνας μεγαθύμους
οι ρ’ Ιθάκην είχον και Νήριτον εινοσίφυλλον,
και Κροκύλει’ ενέμοντο και Αιγίλιπα τρηχείαν
οι τέ Ζάκυνθον έχον ηδ’ οι Σάμον αμφενέμοντο,
οι τ’ ήπειρον έχον ηδ’ αντιπέραι’ ενέμοντο
των μεν Οδυσσεύς ήρχε Διί μήτιν ατάλαντος
τω δ’ άμα νήες έποντο δυώδεκα μιλτοπάρηοι
(Έπειτα ο Οδυσσεύς ηγείτο στους μεγαλοθύμους
Κεφαλλήνες, που είχαν την Ιθάκη και την Νήριτο
που σείει τα φύλλα, και την Κροκύλεια ενέμοντο και
την τραχεία Αιγίλιπα, και αυτοί είχαν την Ζάκυνθο
και περιοικούσαν τη Σάμο και είχαν και την ήπειρο
και την αντιπέρα στεριά ενέμοντο. Σ’ αυτούς αρχήγευεν
ο ίσος με τον Δία στην σκέψη Οδυσσεύς και
ακολουθούσαν δώδεκα κοκκινοβαμμένα πλοία.)
Στους στίχους αυτούς παρατηρείται η εξής αντίφαση: Ενώ στην ραψωδία 21-26 της Οδυσσείας το βασίλειο του Οδυσσέως αποτελείται από τέσσερα νησιά την Ιθάκη, το Δουλίχιο, την Σάμη και την Ζάκυνθο, στην ραψωδία Β της Ιλιάδος λείπει παντελώς το Δουλίχιο, ενώ αναφέρεται η λέξη Νήριτος και δύο ακόμη νησιά, η Αιγίλιψ και η Κροκύλεια.
Τι έγινε το Δουλίχιον; Και ποιά είναι η Νήριτος; Η απάντηση είναι η εξής: Ο κατάλογος των πλοίων που περιλαμβάνεται στην ραψωδία Β της Ιλιάδος είναι εν μέρει προσθήκη μεταγενεστέρα, των παλαιοτέρων κλασσικών χρόνων, όταν πολλά μέρη της Ελλάδος είχαν αλλάξει ονόματα.
Έτσι η αναφερόμενη ως Ιθάκη, είναι η σημερινή Ιθάκη (Θιάκι), η Νήριτος είναι η πραγματική Ομηρική Ιθάκη, δηλαδή η Λευκάδα, η οποία είχε χάσει το αρχικό της όνομα με την υποχρεωτική μετανάστευση των κατοίκων, οι οποίοι εξεδιώχθησαν από τους Δωριείς προς την σημερινή Ιθάκη, που επί Ομήρου ονομαζόταν Σάμη, και είχε μετονομαστεί σε «Νήριτος ή Νηρίτις» από το ομηρικό όρος Νήριτον. Αργότερα το 700 π.χ. οι Κορίνθιοι έδωσαν νέο όνομα στο νησί, Λευκάδα, που διατηρεί μέχρι σήμερα αφού και πάλι το είχε χάσει για 200 περίπου χρόνια και ονομαζόταν «Σάντα Μαύρα». Όσο για την Αιγίλιπα και την Κροκύλεια, πιθανώς τα νησιά αυτά να ήσαν το Μεγανήσι και η Άτοκος.
Την λεπτομέρεια αυτή εγνώριζαν ασφαλώς οι διαμορφώσαντες το διδαγμένο περί Ομήρου δόγμα του περασμένου αιώνα, αλλά την αποσιώπησαν, διότι θα έπρεπε να παραδεχτούν την θεωρία Dörpfeld περί συμπτώσεως της Ομηρικής Ιθάκης με την Λευκάδα, θεωρία που όχι μόνο συμμερίζεται ο γράφων αλλά έχει επίσης προσκομίσει πολλά στοιχεία που προέκυψαν από μελέτες και επιτόπιες έρευνες, όπως π.χ. το θέμα της Αστερίδος, στο οποίο διεξοδικώτερον θα αναφερθούμε στην συνέχεια.
Αναμφισβητήτως λοιπόν ο Όμηρος περιέγραψε την προδωρική γεωγραφία, τα δε ομηρικά έπη, δημιουργηθέντα προ της δωρικής μεταναστεύσεως, είναι άσματα που εψάλλοντο στις αυλές των Αχαιών βασιλέων ευθύς μετά την εκστρατεία κατά της Τροίας. Ο ποιητής υμνούσε την εποχή κατά την οποία έζησε και εβίωσε τα γεγονότα, χρησιμοποώντας τα τοπωνύμια που ήσαν εν χρήσει στην εποχή του, όπως τα εγνώριζαν οι σύγχρονοί του και δεν είχε καμμιά πρόθεση να τους προβληματίσει, χρησιμοποιώντας τις παλαιότερες ονομασίες. Ο Νείλος π.χ. σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (Α-19) στα παλαιότερα χρόνια ονομαζόταν Ωκεάνη, αργότερα Αετός, μετέπειτα Αίγυπτος και τελικά Νείλος. Ο Όμηρος δεν ζούσε ούτε στην εποχή της Ωκεάνης, ούτε στην εποχή του Αετού, ούτε στην εποχή του Νείλου. Ζούσε στην εποχή της Αιγύπτου, λέγοντας στην Οδύσσεια (α 258) τα εξής: «στήσας δ’ εν Αιγύπτω ποταμώ νέας αμφιελίσσας» (σταμάτησα στον Αίγυπτο ποταμό τις αμφίκυρτες νήες).


Σχεδιάγραμμα των θολοτών βασιλικών τάφων της αχαϊκής εποχής που ανέσκαψε ο Νταίρπφελντ στο Στενό του Νυδριού (Πηγή: Wilhelm Dörpfeld, Alt-Ithaka, Erster Band).

Έτσι οι διαμορφώσαντες το ομηρικόν δόγμα αγνόησαν παντελώς όχι μόνο την γεωγραφία, αλλά και πολλά δεδομένα των επών και προτίμησαν κατ’ ανεπίτρεπτο τρόπο να προσαρμόσουν τα δεδομένα αυτά στις δικές τους πεπλανημένες αντιλήψεις για την χρονολογία της γραφής των Ελλήνων. Εάν οι ανασκαφές του Dörpfeld που απεκάλυψαν 33 θολωτούς βασιλικούς τάφους της αχαϊκής εποχής και αρχή κτιρίου που θεωρείται ως το ανάκτορο του Οδυσσέα στην Λευκάδα-Ιθάκη, είχαν το αποτέλεσμα που όλοι γνωρίζουμε, τούτο οφείλεται, όπως ο ίδιος αναφέρει σε κοινό άρθρο του με τον P. Goessler στην ακρίβεια των περιγραφών του Ομήρου για την πεδιάδα του Νυδριού και την θέση της ομηρικής θέσης της Ιθάκης, «Εάν δεν εμπιστευόμεθα την ακρίβεια των περιγραφών δεν θα τολμούσαμε να φθάσωμε ανασκάπτοντες μέχρι βάθους 5 μέτρων από το σημερινό έδαφος και ουδέποτε οι αχαϊκοί τάφοι θα ήρχοντο στο φως».



Σχεδιάγραμμα των ανασκαφών στο επονομαζόμενο «μεγάλο κτίριο P» (Grosser Bau P) στο Στενό Νυδριού, που ο Νταίρπφελντ προσδιόρισε ως το ανάκτορο του Οδυσσέα στην Λευκάδα-Ιθάκη (Πηγή: Wilhelm Dörpfeld, Alt-Ithaka, Zweiter Band, S. 199)
(Συνεχίζεται)
nikiana

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από enot-poloskun. Από το Blogger.