Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ,,,,,, Η ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ
Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Η ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ
προλογος
Η Λιαλιώ συμβολίζει κάθε ψυχή που ασφυκτιά μέσα στην αδιέξοδη πραγματικότητα και αναζητά την επιστροφή στην αθωότητα και την ακεραιότητα. Είναι η ψυχή που έχει τόση θέρμη και αφοσίωση στην αλήθεια της, ώστε να μεταμορφώνεται η ίδια σε βάρκα και πανί και σε άνεμο ευνοϊκό, που την οδηγεί πίσω στην δική της «Ιθάκη»…
Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Η ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1912
Η σελήνη επρόβαλλε, μόλις αρχίσασα να φθίνη τρίτην νύκτα μετά το ολογέμισμά της, εις την κορυφήν του βουνού, κ' εκείνη, ασπροφορεμένη, μετά τόσους στεναγμούς και τόσα περιπαθή άσματα, έκραξε·
— Να έμβαινα σε μια βαρκούλα, τώρα-δα… έτσι μου φαίνεται… να φτάναμε πέρα!
Κ' εδείκνυε με την χείρα της πέραν του λιμένος.
Ο Μαθιός δεν παρετήρησεν ίσως ότι αυτή είχε τρέψει τον λόγον εις τον πληθυντικόν, εις το τέλος της ευχής της. Αλλ' αυθορμήτως, χωρίς να το σκεφθή, απήντησε·
— Μπορώ να ρίξω εκείνη τη βάρκα στο γιαλό… Τι λες, δοκιμάζουμε;
Και αυτός επίσης έθεσε τον πληθυντικόν εις το τέλος του λόγου. Χωρίς δε να συλλογισθή, ούτως, ως να ήθελε να δοκιμάση αν είχε δυνατούς τους μυώνας, ήρχισε να ωθή την βαρκούλαν.
Ο νέος ίστατο πλησίον του αιγιαλού, όπου αλλεπάλληλα μετ' ελαφρού φλοίσβου προσπίπτοντα τα κύματα κατεπίνοντο υπό της άμμου, χωρίς ν' αποκάμνωσι ταύτα από το αιώνιον μονότονον παιγνίδιον, χωρίς να χορταίνη εκείνη από το αιώνιον αλμυρόν πότισμα. Η νεαρά γυνή ήτο επί του εξώστου της οικίας, την οποίαν είχεν ενοικιάσει όπως δεχθή αυτήν ο σύζυγός της, πρεσβύτης πεντήκοντα και τριών ετών, οικίας κειμένης παρά τον αιγιαλόν, εντός και εκτός του κύματος, κατά την πλημμύραν την οποίαν θα έφερεν ο νότος ή την άμπωτιν την οποίαν θα επροξένει ο βορράς. Η βαρκούλα επάτει επί της ξηράς και εταλαντεύετο επί της θαλάσσης, με την πρώραν χωμένην εις την άμμον, με την πρύμνην σαλευομένην από το κύμα, βαρκούλα ελαφρά, κομψή, οξύπρωρος, χωρούσα τέσσαρας ή πέντε ανθρώπους.
Μεγάλη εντοπία σκούνα είχε προσεγγίσει προ τριών ημερών φορτωμένη εις τον λιμένα, περιμένουσα ευνοϊκόν άνεμον διά να αποπλεύση εις το τέρμα του ναύλου της· ο πλοίαρχος, τρίτην ήδη νύκτα, ανεπαύετο ευφραινόμενος κατ' οίκον, πλησίον της συμβίας και των τέκνων· οι σύντροφοι, εντόπιοι όλοι, περιήρχοντο εν κύκλω τα καπηλεία, αποζημιούμενοι εις τρεις νύκτας δι' αναγκαστικήν εγκράτειαν εβδομάδων και μηνών· ο μούτσος, όστις ήτο ξένος, έμενε μόνος φύλαξ του πλοίου, των αρμένων και του φορτίου, και μόνος φύλαξ του μούτσου ο καραβόσκυλος. Αλλά την εσπέραν εκείνην, ο μούτσος, υψηλός, δεκαοκταετής, έχων όλας τας αξιώσεις του ναύτου, πλην του μισθού, είχεν αργοπορήσει εις έν καπηλειόν, ολίγον παράμερον, από τον μέσα δρόμον της παραθαλασσίου αγοράς, παρηγορούμενος και αυτός, ως ξένος εις τα ξένα… Είχεν αφήσει την φελούκαν μισοσυρμένην, με την πρώραν χωμένην εις την άμμον, με την πρύμνην σαλεύουσαν εις το κύμα, με τας δύο κώπας ακουμβημένας επί της πρύμνης, δύο ελαφράς κώπας, τας οποίας παιδίον μετ' απεριγράπτου χαράς θα εχειρίζετο, καμαρώνον την δύναμίν του πολλαπλασιαζομένην υπό της φευγαλέας μαλακότητος του κύματος, ενδοτικής ως η αδυναμία μητρός προς χαϊδευμένον βρέφος, φέρον αυτήν όπου θέλη με τους κλαυθμηρισμούς και τας απαιτήσεις του· κώπας ως δύο πτέρυγας γλάρου, οίτινες φέρουσι το λευκόπτιλον σώμα του όρνιθος επιπολής της θαλάσσης, οδηγούσας την βαρκούλαν εις την αγκάλην και την αμμουδιάν της ακτής, ως εκείναι τον γλάρον εις το σπήλαιον του θαλασσοπλήγος βράχου.
Ο Μαθιός εστήριξε τας δύο χείρας εις την πρώραν, ανεστήλωσε τους δύο πόδας όπισθεν, ώθησε με όλην την δύναμίν του, και η μικρά φελούκα ενέδωκε και έπεσε μετά πλαταγισμού εις την θάλασσαν. Παρ' ολίγον του έφευγε, υπείκουσα εις την σφοδράν ώθησιν, διότι δεν είχε προβλέψει να κρατήση την μπαρούμαν, το σχοινίον της πρώρας. Αλλά πάραυτα επέταξεν από τους πόδας τα ελαφρά πέδιλα, δεν επρόφθασε να σηκώση την περισκελίδα, εθαλάσσωσεν ως τα γόνατα, και συνέλαβε την βάρκαν από την πρώραν της. Την έσυρε προς μικρόν πρόχειρον μώλον.
Εν τω μεταξύ εκείνη είχε γείνει άφαντος από τον εξώστην, και μετ' ολίγας στιγμάς επρόβαλε, με το λευκόν κολόβιόν της στίλβον εις το φως της σελήνης, από την βορεινήν γωνίαν της οικίας, κατερχομένη εις τον αιγιαλόν.
Ο νέος την είδε και ησθάνθη χαράν μετά φόβου. Έπραττε σχεδόν ασυνειδήτως. Δεν ήλπιζεν ότι θα ήτο ικανή να το κάμη.
Εκείνη, μη αγαπώσα να εκφράση τους ενδομύχους λογισμούς της, είπεν·
— Ας είνε· ας φέρουμε μια γύρα μέσ' στο λιμάνι, τώρα με το φεγγαράκι.
Και μετ' ολίγον προσέθηκε·
— Για να δοκιμάσω πώς θα μου φανή, όταν θα 'μβαρκάρω για να πάω πέρα…
Έλεγε πάντοτε πέρα, κ' εννοούσε την πατρίδα. Όπισθεν του πρώτου πρασίνου βουνού, άνωθεν του οποίου είχεν ανατείλει η σελήνη, βουνού μαύρου την νύκτα και σκοτεινοφαίου τώρα με της σελήνης το φως, ύψωνε την κορυφήν του υψηλόν όρος και λευκόν, πότε χιονοσκέπαστον, πότε γυμνόν και βραχώδες. Εκεί ήτο η πατρίς, ο τόπος της γεννήσεώς της. Κ' εστέναζε τόσον δι' αυτήν, ως να την εχώριζεν ολόκληρος ωκεανός εκείθεν, ενώ μόλις απείχε δώδεκα μίλια, και η μικρά ραχούλα του πρασίνου βουνού δεν ίσχυε να κρύψη την ημέραν την υψηλήν οφρύν του λευκού όρους. Και την επόθει τόσον, ως να την είχε στερηθή από χρόνων πολλών, ενώ μόλις από ολίγων εβδομάδων ευρίσκετο εις την γείτονα νήσον.
Ως τόσον, ακούμβησεν αφελώς την λευκήν και τόσον απαλήν χείρα της εις τον ώμον του νέου, όστις ανετριχίασεν όλος εις την επαφήν, κ' επέβη εις την μικράν βαρκούλαν.
Εκείνος ηκολούθησε κατόπιν της, και λαβών την κώπην, ήρχισεν αδεξίως ν' αβαράρη. Αλλ' αντί ν' απωθήση τον μώλον, απώθησεν αριστερά τον πυθμένα, και ούτω η βάρκα εδιπλάρωσε κ' εκτύπησεν ελαφρώς εις μίαν των πετρών του μώλου.
— Τι κάνεις; θα σπάσουμε την ξένη βάρκα.
Τούτο την έκαμε ν' αναλογισθή νηφαλιώτερον το πράγμα, και προσέθηκε·
— Και τάχας δεν θα γυρέψουν τη βάρκα; δεν θα τους χρειαστή; Τίνος να είνε;
Ο νέος εν αμηχανία απήντησεν·
— Αφού θα κάμουμε μια γύρα στο λιμάνι και θα γυρίσουμε… δεν πιστεύω να την γυρέψουν πρωτήτερα, ότινος να είνε.
Εκάθισεν εις τας κώπας και ήρχισε να ελαύνη. Εκείνη εις την πρύμνην καθημένη, εδέχετο κατ' όψιν το ωχρόν φως της σελήνης, το οποίον επέχριεν ως με αργυράν κόνιν τους αβρούς χαρακτήρας του ωραίου προσώπου της. Ο νέος την εκύτταζε δειλώς.
Δεν ήτο ναύτης, αλλ' είξευρε να κωπηλατή, ως ανατραφείς πλησίον του κύματος. Είχεν έλθει εις το μέσον του έτους, εγκαταλείψας το γυμνάσιον της πρωτευούσης του νομού, όπου τέως εμαθήτευε, μη δεχθείς την επιβληθείσαν αύτω ποινήν ένεκα λογομαχίας τινός προς ένα των καθηγητών, όστις του εφαίνετο πλέον του δέοντος αγράμματος. Ήτο μόλις δεκαοκτώ ετών, αλλ' εφαίνετο δεκαεννέα ή είκοσι με τους πυκνούς ήδη ιούλους του καστανού γενείου και του μύστακος.
Η νεαρά γυνή, αφού εκάθισεν, ως συνέχειαν της προ μικρού εκφρασθείσης ανησυχίας της περί αναζητήσεως της βάρκας εκ μέρους του ιδιοκτήτου, ευθύμως εξέφερε και την σκέψιν της ταύτην:
— Ο καραβοκύρης θα γυρεύη τη βάρκα του, κι' ο μπάρμπα-Μοναχάκης θα γυρεύη το Λιαλιώ του.
Ο νέος εμειδίασε. Μπάρμπα-Μοναχάκης ήτο το όνομα του συζύγου της. Λιαλιώ εκαλείτο η ιδία.
Την στιγμήν εκείνην δυνατόν γαύγισμα σκύλου ηκούσθη από το κατάστρωμα πλοίου. Ήτο ο καραβόσκυλος της ιδίας φορτωμένης σκούνας, εις την οποίαν ανήκεν η φελούκα. Είχε πηδήσει επάνω εις το ακρόπρωρον, δίπλα εις την μακεδόνα, το βάναυσον κορυθαίολον ομοίωμα της πρώρας, και κατ' αρχάς έσειε μετά γρυσμού την ουράν, αναγνωρίσας την βάρκαν. Αλλ' όταν αύτη επλησίασε και δεν ανεγνώρισε πλέον τον μούτσον ή άλλον τινά του πληρώματος μεταξύ των δύο επιβατών, ήρχισε να ορύεται και να ολολύζη μανιωδώς.
Ο νέος σπουδαστής ωρτσάρισεν ολίγον ανοικτά από την σκούναν, αλλ' ο σκύλος, όσον έβλεπε την βάρκαν απομακρυνομένην, τόσον μανιωδέστερον ωλόλυζε.
— Τι έχει και δεν λουφάζει; ηρώτησεν ανησύχως το Λιαλιώ.
— Φαίνεται ότι εγνώρισε τη βάρκα.
— Αυτή η βαρκούλα είνε 'κεινής της γολέττας;
— Ως φαίνεται.
Ο νέος εξέφερε την εικασίαν μετά λύπης, προβλέπων ότι η περίστασις αύτη εξ ανάγκης θα συνέτεμνε την ονειρώδη δι' αυτόν εκδρομήν, αλλά παρ' ελπίδα η Λιαλιώ εκρότησε τας χείρας ως άτακτον παιδίον την μεγίστην ευρίσκον ηδονήν εις ότι οι άλλοι επιμένουν να του απαγορεύωσι.
— Τότε χαίρομαι, είπεν· ο σκύλος ας γαυγίζη για τη βάρκα του, κ' εμένα ας με γυρεύουνε στο σπίτι…..
Ο νέος έλαβε το θάρρος να ερωτήση·
— Πού ήτον ο κυρ-Μοναχάκης, που κατέβηκες απ' το σπίτι;
Η Λιαλιώ απήντησεν·
— Όλο στον καφενέ περνάει την ώρα του…..Ως τα μεσάνυκτα δεν ξεκολλάει… Εμένα μ' αφήνει πάντα μοναχή μου…
Κ' εφαίνετο ετοίμη να κλαύση. Αλλά με βίαιον αγώνα εκρατήθη και δεν έκλαυσεν.
Ο νέος εξηκολούθησε να κωπηλατή. Μετ' ολίγον έφθασαν ου μακράν του ανατολικού στομίου του λιμένος, οπόθεν εφαίνετο αντικρύ, φράττουσα τον ορίζοντα, η μακρυνή νήσος, εφ' ης υπερέκειτο το λευκόν, πότε χιονισμένον, πότε γυμνόν και βραχώδες όρος. Άμα έφθασαν εγγύς του ακρωτηρίου του αποτελούντος ένθεν την μίαν σιαγόνα του ακρωτηρίου του λιμένος, του κλειομένου υπό δύο ή τριών νησίδων ανατολικομεσημβρινώτερον, η νεαρά γυνή προσήλωσεν ατενώς το βλέμμα εις το βάθος του ορίζοντος, ως να ήθελε να ίδη απώτερον και ευκρινέστερον ή όσον επέτρεπε το ωχρόν φέγγος της σελήνης.
— Να ιδώ εκεί πέρα, κ' ύστερα γυρίζουμε, είπε. Κ' εστέναξεν,
Ο νέος έλαβε την τόλμην να την παρακαλέση·
— Πώς το έλεγες εκείνο το τραγούδι, που τραγουδείς κάποτε;
— Ποιο τραγούδι;
— Το τραγούδι… που λέει για πανιά, για τιμόνι… και για τα πέρα βουνά, εψέλλισεν ο νέος.
— Α!
Και πάραυτα ήρχισε μετά τρυφεράς μεσοφωνίας, μετά ψιθύρου παθητικού τόνου να υποτερετίζη:
Πότε θα κάμωμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι,
να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι!
Επανέλαβε το δίστιχον τούτο δις και τρις, εις γνωστόν αυτή παλαιόν ήχον.
— Ιδού, τώρα τα βλέπεις τα πέρα τα βουνά, είπεν ο Μαθιός· μόνον πως αντί για πανιά έχουμε κουπιά· και μας λείπει και το τιμόνι.
Η νεαρά γυνή και πάλιν εστέναξεν.
— Είνε καιρός να γυρίσουμε; ηρώτησεν ο νέος.
Είπε τούτο μετά θλίψεως· εφαίνετο ότι αι λέξεις εξήρχοντο μαραμμέναι από το στόμα του.
— Ακόμα, ακόμα λίγο, είπεν η Λιαλιώ. Ο ίσκιος που ρίχνουν εκείνα τα
νησιά, δεν αφήνει να φανή καλά πέρα-πέρα… Μόνο τη Δέρφη βλέπω.
— Η Δέρφη είνε μέσα, είπεν ο νέος δεικνύων την Εύβοιαν, προς
μεσημβρίαν.
— Ημείς Δέρφη το νοματίζουμε το ψηλό βουνά της πατρίδος μου, αντείπε
το Λιαλιώ, δεικνύουσα προς ανατολάς.
Και πάλιν επανέλαβε το άσμα της, παραλλάσσον κατά μίαν λέξιν·
Πότε να κάμουμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι, να ιδώ της Δέρφης το βουνό, να μου διαβούν οι πόνοι!
Ο νέος αφήκε βαθείαν πνοήν, ομοίαν με στεναγμόν.
— Α! ξεχνώ που κοντεύω να σε ξεπλατίσω στο κουπί, είπεν η Λιαλιώ… Αλήθεια, εγώ κάνω σαν τρελλή… Τα χεράκια σου δεν είνε για το κουπί, κυρ Μαθιέ.
Ο νέος διεμαρτυρήθη·
— Όχι, όχι δεν απόστασα… Τα κουπιά είν' ελαφρούτσικα… Τέτοια κουπάκια θα με κουράσουνε;
Η Λιαλιώ επέμεινε να λάβη το έν των κωπίων, και προκύψασα ολίγον ήρχισε να σείη με τας λευκάς της χείρας τον ένα των σκαλμών, θέλουσα να τον μεταθέση προς το μέρος της εγγύτερον της πρύμνης. Αλλ' ο νέος ανθίστατο, και αι χείρες των συνηντήθησαν εις θερμήν επαφήν.
— Λες για τα δικά μου χέρια πως είνε τρυφερά; είπε μετά διακριτικού
παραπόνου ο Μαθιός.
— Τότε έρχεσαι να κάμουμε πανιά, καθώς λέει και το τραγούδι;
επρότεινε παιγνιωδώς η νεαρά γυνή.
— Με τι;
Και ακουσίως εκύτταξε το πάλλευκον κολόβιόν της.
Η Λιαλιώ εγέλασε και ακούμβησεν εκ νέου εις την πρύμνην.
Ήδη είχον φθάσει εις το στόμιον του λιμένος, και ευρίσκοντο αναμέσον του κρημνώδους ακρωτηρίου, το οποίον εφαίνετο σχηματισθέν διά σεισμού ή καταποντισμού, αποτόμως διακόψαντος την χλοάζουσαν του βουνού αρμονίαν, και των δύο ή τριών νησίδων, αίτινες έφραττον νοτιανατολικώς τον λιμένα. Η σελήνη ολονέν υψούτο εις το στερέωμα, αμαυρούσα και τα τελευταία αστεράκια, τα οποία αφανή έλαμπον δειλώς εις τας γωνίας του ουρανού. Η θάλασσα εφρικία ηρέμα από την λεπτήν αύραν την εξακολουθούσαν να πνέη ως λείψανον του ανέμου, όστις την είχεν αυλακώσει από πρωίας. Ήτο νυξ του Μαΐου θερμή, και η λεπτή αύρα επί μάλλον δροσερωτέρα καθίστατο, καθόσον πελαγιωτέρα προσέπνεεν εις το στόμιον του λιμένος. Δύο αμαυροί όγκοι, επαργυρούμενοι και στιλπνούμενοι αμυδρώς από το μελαγχολικόν φως της σελήνης, διεγράφοντο ο είς προς ανατολάς, ο άλλος προς δυσμάς, χωρίς να διακρίνωνται εις τας διαλείψεις του φωτός και της σκιάς αι λεπτομέρειαι του εδάφους. Ήσαν αι δύο γείτονες νήσοι. Μυστηριώδες θέλγητρον απέπνεεν όλη η σεληνοφεγγής νυξ. Η βαρκούλα έπλεεν εγγύς της μιας των νησίδων, εφ' ης εφαίνοντο εναλλάξ σκοτεινά και φωτεινά σημεία, βράχοι στίλβοντες εις το φως της σελήνης, αμαυροί θάμνοι ελαφρώς θροούντες εις την πνοήν της νυκτερινής αύρας, και σπήλαια πληττόμενα υπό του φρίσοντος κύματος, όπου εμάντευέ τις την ύπαρξιν θαλασσίων ορνέων και ήκουε το εναγώνιον πτερύγισμα αγριοπεριστέρων, πτοουμένων εις το πλατάγισμα της κώπης και την προσέγγισιν της βαρκούλας. Πέραν βορειανατολικώς, εις μίαν κλιτύν του όρους, εφαίνοντο φώτα τρέμοντα, δεικνύοντα την θέσιν όπου την ημέραν εφαίνοντο οι λευκοί οικίσκοι υψηλού άνω της θαλάσσης χωρίου. Εις μικρόν βράχον παραπλεύρως της νησίδος, κοίλον και σπηλαιώδη, το κύμα προσπίπτον μετά βοής και ρόχθου πολλού, επλατάγιζε, κ' εφαίνετο εκεί θορυβούσα, εν τη γενική αρμονία της σεληνοφεγγούς θαλάσσης, χωριστή ορχήστρα, ήτις καθ' εαυτήν έκαμνε πλειότερον κρότον ή όσος εγίνετο εις όλας τας αγκάλας, τους όρμους και τας αμμουδιάς, εις όλας τας ακτάς και τους σκοπέλους όσους έπληττον τα κύματα. Αυθορμήτως ο Μαθιός ύψωσε τας κώπας και τας εκράτησεν επί μακρόν επί της κωπαστής, και έμεινεν εν ηρεμία, όμοιος με το λευκόν πτηνόν της θαλάσσης, το κύπτον χαριέντως προς το κύμα, ακινητούν επ' ολίγας στιγμάς, με την μίαν πτέρυγα κάτω, την άλλην άνω, πριν εφορμήση και συλλάβη το κολυμβών οψάριον και το ανυψώση ασπαίρον και λαχταρίζον εις τον αέρα. Ησθάνετο γοητείαν άρρητον. Η Λιαλιώ επίσης υφίστατο άγνωστον θέλγητρον, και τα βλέμματά των συνηντήθησαν.
— Κάνουμε πανιά; επανέλαβεν η νεαρά γυνή.
Φαίνεται, δεν είχε παύσει να το σκέπτεται, αφότου πρώτην φοράν το είπε, και το έλεγε με τόσον αφελή και φυσικόν τρόπον, ως να ηρμήνευε τι εφρόνουν και οι δύο.
— Κάνουμε, απήντησεν ασυνειδήτως ο Μαθιός.
Και επειδή δεν είξευρε τι έλεγε, την φοράν ταύτην ουδ' ηρώτησε &με τι&.
Αλλ' η Λιαλιώ τον απήλλαξε του κόπου της αναζητήσεως του μέσου. Εσηκώθη, έκυψε χαριέντως, διά ταχείας χειρονομίας έβγαλε το λευκόν, πολύπτυχον κολόβιόν της, και το έτεινε προς τον Μαθιόν.
— Ετοίμασε συ το κατάρτι, είπεν.
Έκπληκτος, γελών και γοητευμένος, ο νεανίας έλαβε την μίαν κώπην, την ύψωσε κάθετον επί του ζυγού, εφ' ου εκάθητο, έλαβε την άκρην της μπαρούμας, και έδεσε δι' αυτής την κώπην επί του ζυγού. Είτα έλαβε την άλλην κώπην, και λύσας την άλλην άκρην της μπαρούμας από τον κρίκον της πρώρας, προσέδεσεν οριζοντίως την δευτέραν κώπην επί της πρώτης σταυροειδώς, ως κεραίαν επί του ιστού. Μεθ' ο έλαβε θερμόν ακόμη εκ της προσψαύσεως του χρωτός το πάλλευκον κολόβιον της νεαράς γυναικός, και το προσήρτησεν επί της δευτέρας κώπης, ως πανίον.
Η Λιαλιώ έμεινε με το μεσοφούστανον, κοντόν έως τας κνήμας, λευκόν όσον και το κολόβιον, και με τας λευκάς περικνημίδας, υφ' ας εμάντευέ τις τας τορνευτάς και κομψάς κνήμας, λευκοτέρας ακόμη. Έμεινε με τα κρίνα του λαιμού της ατελώς καλυπτόμενα από την πορφυράν μεταξωτήν τραχηλιάν της, κ' εκάθισε συνεσταλμένη παρά την πρύμνην, βραχυσωμοτέρα ή όσον ήτο, με το μέτριον και χαρίεν ανάστημά της.
Και η αύρα είχε δυναμώσει, και το αυτοσχέδιον πανίον εφούσκωνε και η βαρκούλα έτρεχε.
Δεν έγεινε πλέον λόγος περί επιστροφής εις τον λιμένα. Προς τι; Ήτο προφανές του λοιπού ότι έπλεον «εις τα πέρα βουνά».
Ο Μαθιός εκάθισε δειλώς όχι πολύ πλησίον αυτής, από την άλλην πλευράν της πρύμνης, και έβλεπε την θάλασσαν, διά να μη κυττάζη παραπολύ την συνταξειδιώτιν του, και την φέρη εις αμηχανίαν.
Την στιγμήν εκείνην του ήρχετο εις την μνήμην έν άσμα επτανησίου ποιητού, το οποίον έπαιξε τόσον μέρος το πάλαι εις όλους τους ρωμαντικούς έρωτας του καιρού εκείνου: «Ξύπνα γλυκεία μ' αγάπη…», κ' ενθυμείτο το δίστιχον: «Μόνον τ' αχνό φεγγάρι…», ως και το άλλο:
Έχετε γεια, λαγκάδια, βρυσούλαις, κρύα νερά, γλυκειαίς αυγαίς, πουλάκια, για πάντα έχετε γεια!
Ενθυμείτο τους στίχους τούτους, αλλά δεν ήθελε να τους τραγουδήση. Του εφαίνετο ότι δεν έχουν πλέον τον τόπον των. Τουναντίον, το άσμα της νυκτός εκείνης έκρινεν ότι ήτο προσφυέστατα το προσφιλές άσμα της Λιαλιώς:
Πότε να κάμουμε πανιά, να πιάσω το τιμόνι, να ιδώ τα πέρα τα βουνά, να μου διαβούν οι πόνοι!
Είχε καθίσει όχι πολύ παράμερα απ' αυτής, τόσον πλησίον της, ώστε να μη δύναται ανέτως να την κυττάζη, και τόσον μακράν της, ώστε να μη φθάνη να αισθανθή του θερμού χρωτός και της αναπνοής της την γειτνίασιν. Και όμως επεθύμει να την βλέπη εωσότου εζαλίσθη να κυττάζη πλέον τα κύματα.
Ο νέος έβγαλε το λεπτόν και κοντόν επανωφόρι του και την παρεκάλει να σκεπασθή με αυτό διά να μη κρυώση, διότι, όσον επροχώρει η νυξ, ήρχισε να κατεβαίνη από τα βουνά το απόγειον. Εκείνη ηρνείτο να δεχθή το ένδυμα, λέγουσα ότι ουδόλως ησθάνετο ψύχος· ήτο μάλιστα πολύ ζεστή.
Ο Μαθιός δεν επέμεινε περισσότερον, και ήρχισε ν' αναλογίζεται τα κατ' αυτήν, όσον μέρος της τύχης της και της ζωής της ήτο γνωστόν αυτώ. Διότι η νεαρά γυνή είχε σχετισθή με τους οικείους του κατά την βραχείαν διατριβήν της εν τη νήσω. Δεν ήτο η Λιαλιώ εις την πρώτην της νεότητα, καίτοι έσωζεν όλην σχεδόν την παρθενικήν δρόσον. Ουδ' ήτο νεόνυμφος εις τον μετά του κυρ-Μοναχάκη γάμον της. Ήτο εικοσιπεντούτις και είχε νυμφευθή προ πέντε ετών. Ο κυρ-Μοναχάκης την είχε λάβει εις δεύτερον γάμον, αφού έθαψε την πρώτην γυναίκα του και υπάνδρευσε την κόρην του, κατά έν έτος πρεσβυτέραν της Λιαλιώς. Του εφαίνετο ότι εγίνετο αυτός κατά είκοσιν έτη νεώτερος, νυμφευομένος την εικοσαετή ταύτην παιδίσκην. Αλλ' ενόσω έμενε μακράν του τόπου της γεννήσεώς του, υπηρετών παντού όπου η Κυβέρνησις ήθελε τον μεταθέσει ως οικονομικόν υπάλληλον, η Λιαλιώ δεν υπέφερε πολύ. Έμενε πλησίον των γονέων της, αδυνατούσα ν' ακολουθήση τον κυρ-Μοναχάκην εις τας αθιγγανικάς ανά την Ελλάδα περιπλανήσεις, όπου εκάστοτε τον επετούσαν, καθώς έλεγεν ο ίδιος, «σαν παληόβαρκα, μπάττι από δω, μπάττι από κει».
Α! δεν έπνεεν εκεί αήρ πρόσφορος διά τα άνθη τα αβρά, κ' εκεί αύτη θα εμαραίνετο εις ένα μήνα, αν ετόλμων βέβηλοι χείρες να την μεταφυτεύσωσιν. Η γάστρα ήτο αλαβαστρίνη, το φυτόν ήτο εύθραστον και το άνθος απέπνεε λεπτήν ευωδίαν, ήτις δεν ήτο διά βαναύσους ρώθωνας. Αλλ' όταν τελευταίον ο κυρ-Μοναχάκης μετετέθη, μετά παλλάς προσπαθείας, εις την γείτονα νήσον, τότε έπεισε τον πενθερόν του, όστις έτρεφε προς αυτόν μεγίστην υπόληψιν μεταξύ όλων των συνομηλίκων, να του στείλη εις την έδραν του το Λιαλιώ, διά να συζή μετ' αυτής υπό την ιδίαν στέγην. Η Λιαλιώ κλαίουσα απεχαιρέτισε την προγονήν της, προς ην έτρεφεν αδελφικά αισθήματα, λεχώ ούσαν και παύσασαν να έχη τον φόβον μη τυχόν αποκτήση μικρόν ετεροθαλή αδελφόν, θείον του νεογνού της, κ' επιβιβασθείσα εις πλοίον μετέβη, ή μάλλον μετεκομίσθη εις την γείτονα νήσον.
Την ημέραν του καλού της ερχομού, ο κυρ-Μοναχάκης έκαμε μεγάλην χαράν εις τους φίλους του, αλλ' από της επαύριον έπαυσε να δέχηται κατ' οίκον. Και τούτο ουδέν το παράξενον είχε, καθότι αυτός μάλιστα ουδέποτε ευρίσκετο κατ' οίκον. Ήτο ή εις το γραφείον του ή εις το καφενείον. Ήναπτε την οργυιαίαν τσιμπούκαν του, η οποία έκαιεν ακοίμητος σχεδόν καθ' όλον το μήκος της κυανοβαφούς βράκας του, και ήτο εύθυμος, πολύλογος πάντοτε, και θορυβώδης καγχαστής, με τας παρειάς τόσον κοκκίνας, όσον σχεδόν και το υψηλόν άλικον φέσι του, το οποίον έκλινε μετρίως διά μιας πτυχής προς το δεξιόν ους μετά της απλουμένης εις τον ώμον μακράς και στρεπτής φούντας.
Από της δευτέρας εβδομάδος η Λιαλιώ, οσάκις ήτο έξυπνος κατά τας μεσονυκτίους ώρας καθ' ας αυτός επανήρχετο οίκαδε, δεν έπαυε να γογγύζη και ν' απαιτή όπως την στείλη οπίσω εις την πατρίδα της. Δεν ηδύνατο να ζήση, έλεγε, μακράν των γονέων της. Και τω όντι, από των πρώτων ημερών του ξενιτευμού, η καρδία ήρχιζε να της πονή, η όρεξίς της εκόπη και το πρόσωπόν της εχλωμίαζεν. Αλλ' ο μπάρμπα-Μοναχάκης αυστηρώς της έδωκε να εννοήση ότι δεν ήρμοζεν, αφού άπαξ ήλθε, να του φύγη τόσον γρήγορα. Ανέπτυξε μακράν θεωρίαν, καθ' ην η γυνή οφείλει να είνε παντού όπου ευρίσκεται ο σύζυγός της, διότι άλλως ματαιούται ο σκοπός του χριστιανικού γάμου, όστις, κατά τας ορθοδοξοτέρας πηγάς, είνε όχι η πολλαπλασίασις του γένους, αλλ' η σωφροσύνη του ανδρός και της γυναικός, διότι άλλως, είπεν, εν περιπτώσει ατεκνίας, φυσικά θα εθεσπίζετο το διαζύγιον και προς πολλαπλασίασιν του γένους αρκεί, εκτός τούτου, ο φυσικός γάμος, όστις είνε άλλος παρά τον θρησκευτικόν και τον πολιτικόν γάμον, και της αράδιασε ρητά πολλά εκ των Δύο Διαθηκών, οίον: «τούτο νυν οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου», και: «ους ο θεός συνέζευξεν, άνθρωπος μη χωριζέτω», και: «ο ανήρ κεφαλή εστι της γυναικός», και τα τοιαύτα. Εκείνη, έπνιξε τους λυγμούς της ανάμεσα εις τας δύο παλάμας των χειρών της και εις τας δύο πλεξίδας της, και με τα δύο κλωνιά του λευκού τλουπανίου εσπόγγισε τα ίχνη των δακρύων της.
Ο νέος, ως γείτων, είχε πληροφορηθή τα συμβαίνοντα, και την ηγάπησε κρυφά. Η χάρις του λιγυρού αναστήματός της δεν εξηλείφετο από την άνευ μέσης περιβολήν την οποίαν εφόρει. Και τα κατσαρά, τα οποία εκόσμουν το ηδυπαθές μέτωπόν της, ήσαν φυσικά και όχι επίπλαστα. Η λάμψις των βαθέων και μαύρων οφθαλμών της έκαιεν αμαυρά, υπό τας καμαρωτάς οφρύς, και τα πορφυρά χείλη της ερρόδιζον επί της ωχράς και διαυγούς χροιάς των παρειών της, αίτινες έβαπτον το μ' ελαφρόν ερύθημα εις τον παραμικρόν κόπον ή εις την ελαχίστην συγκίνησιν. Αλλά το λεπτόν και ήρεμον πυρ των οφθαλμών της έκαιε την καρδίαν του νέου.
Τέλος την ηγάπα. Εκείνη, συχνά εξερχομένη εις τον εξώστην, τον εκύτταζεν επί μίαν στιγμήν, ρεμβή και αλλόφρων. Είτα το βλέμμα της αποσπώμενον εστρέφετο προς έν ανατολικόν σημείον του ορίζοντος, εις τα πέρα βουνά, μέχρι της εσπέρας εκείνης, καθ' ην, άμα τη ανατολή της σελήνης, απόντος του συζύγου, είδεν ιστάμενον παρά τον αιγιαλόν τον νεανίσκον, όστις είχεν εξέλθει μετά το δείπνον διά να αναπνεύση την θαλασσίαν αύραν. Ο Μαθιός, ιδών αυτήν επί του εξώστου, την εκαλησπέρισε, και αφού αντήλλαξαν ολίγας λέξεις, τυχαίως και χωρίς να το σκέπτεται και αυτή, έκαμε την τόσον απροσδόκητον πρότασιν περί θαλασσίου περιπάτου, εξ ης έμελλε να προκύψη το παράδοξον τούτο ταξείδιον. Η νεαρά γυνή εφαίνετο ζώσα ονειρώδη ζωήν, ύπαρξιν ρεμβώδη. Αίφνης, από καιρού εις καιρόν, εξύπνα εκ του μακρού ονείρου της, κ' εφαίνετο ανακτώσα την αίσθησιν του πραγματικού κόσμου, αλλ' ολίγαι παρήρχοντο στιγμαί και πάλιν έπιπτεν εις την νάρκην του ύπνου της βυθιζομένη βαθύτερον ακόμη εις το προσφιλές όνειρόν της.
Ήτο ήδη μεσονύκτιον, και το ρεύμα της θαλάσσης, ή το απόγειον της ξηράς, τους είχεν εξωθήσει μικρόν κατά μικρόν, διότι δεν είχον πηδάλιον, βορειότερον, αντικρύ εις τα τρέμοντα φώτα του υψηλού χωρίου, τα οποία εφαίνοντο πλησιέστερον τώρα, και δίπλα εις το μεμονωμένον παρά την βορειανατολικήν ακτήν βραχώδες νησίδιον, το οποίον ήτο η φυλακή ολίγων κονίκλων, ριπτομένων εκεί από τους νησιώτας, και το ανάκτορον όλων των γλάρων και άλλων θαλασσίων ορνέων. Εκαλείτο δε Ασπρόνησον.
Τότε μόνον ο Μαθιός έλαβε την μίαν κώπην, (διότι εδέησε να συστείλη το αυτοσχέδιον ιστίον, ν' αποδώση εις την Λιαλιώ το κολόβιόν της, αρχίσασαν να κρυώνη, αν και δεν ήθελε να το ομολογήση, και να καθαιρέση κεραίαν και ιστίον), και την μετεχειρίσθη ως πηδάλιον, προσπαθών να στρέψη την πρώραν δεξιά, προς το ανατολικώτερον σημείον της αντικρυνής ακτής, το καλούμενον Τραχήλι. Αλλ' είδε ότι με το υποβολιμαίον πηδάλιον δεν κατώρθωνε τίποτε, καθόσον δεν ηδύτατο να εύρη ευνοϊκόν το ρεύμα, και ηναγκάσθη να καθίση εκ νέου εις τας κώπας.
Αλλ' αι νύμφαι των νυκτερινών αυρών, αίτινες ήρχισαν να πνέωσιν από της ξηράς, ή των θαλασσίων ρευμάτων των διαυλακούντων το μεταξύ των δύο νήσων πέραμα, φαίνεται ότι πολύ ευνόουν την Λιαλιώ. Διότι μόλις είχον απομακρυνθή ολίγας οργυιάς από το Ασπρόνησον, και παραπλεύρως των τριών μεσημβρινοανατολικών νησίδων, από το στόμιον του λιμένος, επρόβαλε μεγάλη σκαμπαβία, ήτις εν μεγάλη ταχύτητι έπλεεν, έχουσα την πρώραν προς το ακρωτήριον Τραχήλι, πλήττουσα με τας έξ κώπας της τα ύδατα, τρέχουσα εις της θαλλάσης τα νώτα, ως τρέχει εις το λιβάδιον η δραπέτις του ιπποδρομίου φορβάς.
Η Λιαλιώ εξαφνίσθη. Ο νέος εστράφη να ίδη. Αυτομάτως έπαυσε να κωπηλατή και έμεινεν αναποφάσιστος.
— Γρήγορα, γρήγορα, είπε με ψίθυρον τόνον το Λιαλιώ, ως να εφοβείτο μην ακουσθή ο ήχος της φωνής της· πίσω από το Ασπρόνησο, πίσω!…
Ο νέος ήρχισε ταχέως να σιάρη. Ήσαν δε ακριβώς εις την σκιάν της ακτής, αποκρυπτούσης την σελήνην. Έκαμψαν μίαν προβολήν βράχου, κ' εκρύβησαν όπισθεν του νησιδίου.
— Τι λες να είνε; ηρώτησεν εν αδημονία το Λιαλιώ.
— Χωρίς άλλο θα είνε για μας, απήντησεν ο νέος.
— Βγήκαν να μας κυνηγήσουν;
— Εμάς γυρεύουν, χωρίς αμφιβολία.
— Και τι μεγάλη βάρκα είνε αυτή;
— Αυτή είνε σκαμπαβία, με πολλά κουπιά, που κόβει δρόμο.
— Ώστε αν είμασταν μπροστά εκεί, θα μας έπιαναν;
— Αυτοί έχουν πλώρη το Τραχήλι. Σε λίγο θα μας έφταναν, αν είχαμε κάμει δρόμο προς τα εκεί.
— Ώστε καλά κάμαμε ναρθούμε προς τα εδώ;
— Δεν ήρθαμε θεληματικώς· μας έφεραν τα ρέμματα.
— Ξέρουν τι κάνουν τα ρέμματα! είπε με θεσπέσιον τόνον το Λιαλιώ, ήτις ωμοίαζε μέ τινας ανθρώπους βλέποντας σοφά όνειρα, αυτοσχεδιάζοντας αποφθέγματα κατ' όναρ. Λέγουσα δε, επίστευεν εκείνην την στιγμήν ότι υπάρχει νους εις τα άψυχα πράγματα και ότι όλα υπόκεινται εις θεού τινος την επιστασίαν.
Τω όντι, ήθελε φανή ότι η Νιρηίς των θαλασσίων ρευμάτων, ή η Αύρα των απογείων πνοών, είχον ωθήσει εσκεμμένως και εκ προθέσεως προς το μέρος εκείνο την βαρκούλαν με το χαριτωμένον φορτίον της,
— Και τώρα τι να κάμωμε; ηρώτησεν ο Μαθιός, αισθανθείς ενδομύχως τον εαυτόν του ανίσχυρον άνευ της συνδρομής αγαθοβούλου τινός νύμφης. Και τότε ενόησε διατί, από καταβολής, κόσμου, ποτέ δεν έπαυσε να είνε γυναικοκρατία.
— Τώρα, είπε το Λιαλιώ, ομιλούσα τόσον απταίστως και μαθηματικώς, ως να είχε προβλέψη το πράγμα, θα περιμένουμε μισήν ώρα, και αν δεν μας υποπτευθούν να γυρίσουν προς τα εδώ να ψάξουν, καθώς αυτοί θα τραβούν κάτω στο Τραχήλι, ημείς κολλούμε πέρα στον Άι-Νικόλα, ξέρεις; Από κει ανεβαίνουμε πεζοί σε μισή ώρα, στην Πλατάνα, στο ψηλό χωριό, κι' από κει, σα φέξη ο Θεός την ημέρα, πεζοί για τρεις ώραις, στο μεγάλο το χωριό το δικό μου. Να πατήση μοναχά το πόδι μου, στ' άγια χώματα μια φορά! Ανίσως πάλι μας υποπτευθούν και γυρίσουν την πλώρη τους προς τα εδώ, τότε μια και δυο, στο δικό σας το Ξάνεμο, πώς το λέτε, στην Κεφάλα σας· εκεί πετούμε τη βάρκα στην άμμο, και γυρίζουμε στεριά στο χωριό σας. «Πού ήσουνα, Λιαλιώ;» «Πήγα στο σεργιάνι, μπάρμπα- Μοναχάκη, και να με, γύρισα».
Εγέλασε μόνη της ειπούσα τούτο. Είτα, επειδή ο νέος εφαίνετο ανησυχών ακόμη,
— Να μη μας πιάσουν μοναχά, επέφερεν εκείνη. Δε με μέλει τι θα πη ο κόσμος, να! ούτε τόσο-δα, καρφί δε μου καίεται! Εμείς να είμαστε αθώοι και άφσε τους ανόητους να μας κατηγορούν!
Ο νέος έκυψε περιπαθώς και της εφίλησε τα άκρα των δακτύλων της χειρός της, σκεπτόμενος ότι ήτο αθώος, ναι, όπως πολλοί οίτινες κατεδικάσθησαν αδίκως, ως λέγει η ιστορία, εις τον επί της πυράς βραδύν θάνατον. Εκείνη προσέθηκεν αυστηρώς·
— Αν ήθελα να κάμω τον έρωτα, το σιγουρότερο θα ήτο να μένω σιμά στον μπάρμπα-Μοναχάκη. Απόδειξις ότι δεν θέλω, είνε ότι εκίνησα να πάω πίσω στους γονείς μου. Οι γονείς μου δεν θα μπορούν να με σκεπάσουν, αν το κάμω, ο μπάρμπα-Μοναχάκης θα μ' εσκέπαζε, και πολύ.
Οξεία μάχαιρα έσχισε την καρδίαν του νέου. Εφαντάσθη ότι η νεαρά γυνή θα είχε χωρίς άλλο εραστήν εις την πατρίδα της. Δι' εκείνον λοιπόν έτρεχε, δι' εκείνον επεχείρει τον αλλόκοτον τούτον πλουν! Και τότε η θέσις του ποία; αυτός τι ήτο εις την περίπτωσιν εκείνην; γέφυρα εφ' ης επάτουν όπως συναντηθώσι δύο αγαπώμενα όντα, χάρων των καταχθόνιων ερώτων!…
Ω! πόσην φλόγα είχε μέσα του! Και πώς ησθάνετο όλα του τραγικού ήρωος τα ένστικτα βρυχώμενα και λυσσώντα εις τα ενδόμυχά του την στιγμήν αυτήν! (Και πώς ηδύνατο να μεταβάλη το παρόν ειδύλλιον εις δράμα, αν μόνον το επέτρεπεν η φιλολογική του συγγραφέως συνείδησις! Φαντασθήτε την σκαμπαβίαν κυνηγούσαν τους δύο φυγάδας επί της ελαφράς βαρκούλας, τον Μαθιόν διαφεύγοντα διά θαύματος κωπηλασίας την καταδίωξιν, την τελευταίαν στιγμήν ανακαλύπτοντα ότι η Νοσταλγός είχεν εραστήν εκεί πέραν, και σχίζοντα το στήθος της με το εγχειρίδιον, ή βυθίζοντα την βάρκαν και πνίγοντα την γυναίκα, πνιγόμενον και αυτόν εις τα κύματα! Τέλος την σκαμπαβίαν ερευνώσαν να εύρη τα δύο πτώματα εις τα βάθη της θαλάσσης, υπό της σελήνης το φως! Οποίον θαύμα ρωμαντικότητος, οπόσα δάκρυα ευαισθησίας!…)
Εν τούτοις μετά βίας μεγάλης εκρατήθη, και προσβλέψας την νεαράν γυναίκα την ηρώτησεν απλώς·
— Και δεν σε αγαπούσε κανείς εκεί πέρα, πριν σε πάρη ο κυρ- Μοναχάκης;
— Και πολλοί μάλιστα, ακούς εκεί! εβεβαίωσεν ευθύμως η Λιαλιώ. Μόνον να τι είνε· τα φτωχά κορίτσια δεν τ' αγαπούν παρά όπως αγαπούν τα λούλουδα, για να τα μυρισθούν μια, κ' ύστερα να τ' αφήσουν να μαραθούν, ή να τα μαδήσουν· κ' εγώ δεν ήμουν καμμιά μεγαλοπροικούσα, βλέπεις, για να με αγαπήσουν, και να με στεφανωθούν &εμπομπή και παρατάξει&, μ' επισημότητα, ή και να με κλέψουν και να με στεφανωθούν κρυφά μ' έναν παπά, βέβαιοι πως οι γονείς, εις όλο το ύστερο, θ' αναγκασθούν σα σκασμένοι να δώσουν την προίκα… Γι' αυτό δεν ευρέθηκε άλλος απ' τον μπάρμπα-Μοναχάκη να με ζητήση. Πάλι, καλά!
Είτα με ψίθυρον φωνήν απήγγειλε το δημώδες:
Με πανδρέψαν οι γονιοί μου χωρίς νάχουν τη βουλή μου…
— Τότε γιατί φεύγεις απ' τον κυρ-Μοναχάκη; ηρώτησεν ο νέος αναφερομένος εις το επιφώνημα το οποίον υπήρξεν η κατακλείς του λόγου της.
— Δεν του φεύγω, γυρίζω στην πατρίδα μου, πάω ναύρω τους γονείς μου … Ανίσως ο μπάρμπα-Μοναχάκης έρθη στην πατρίδα να μ' εύρη, καλώς νάρθη! Ξέρει πολύ καλά πως δεν είμαι ικανή να προδώσω την τιμή του. Μα ξέρει και τούτο, πως δεν μπορώ να ζήσω στα ξένα.
Ο νέος δεν ήτο ήσυχος. Υπώπτευεν ότι η γυνή ήτο δολία και εφαντάζετο τον εαυτόν του ως θύμα. Αποτόμως την ηρώτησε·
— Γίνεται να μη σ' αγάπησε κανένας χωριστά απ' τους άλλους;… και θα τον ήθελες και συ… πριν πανδρευθής… ή ύστερα αφού υπανδρεύθης;
Η Λιαλιώ εστέναξε βαθέως και είπεν:
— Αχ! ναι! … για να είμαι ειλικρινής μαζύ σου… Εκείνος που θελά με πάρη…και τον ήθελα κ' εγώ… είνε τώρα έξη χρόνια που τον έφαγε η Μαύρη θάλασσα… Το καράβι επήγε σύψυχο… Αλλ' αν έχης έλεος, γιατί επιμένεις να μ' εξετάζης γι' αυτό;…
Ως τόσον η σκαμπαβία, την οποίαν οι δύο φυγάδες δεν έπαυσαν να κατασκοπεύωσιν, αφού έκαμεν ικανόν δρόμον με την πρώραν προς ανατολικήν κατεύθυνσιν, αίφνης, άμα έφθασεν εις την απωτάτην άκραν του τρίτου και ανατολικωτάτου νησιδίου, εστάθη επ' ολίγα λεπτά της ώρας. Ο Μαθιός υπέδειξε το πράγμα εις την συνταξειδιώτισσαν.
— Ξέρω τι είνε, είπεν αύτη.
— Τι είνε;
— Τώρα θα ιδής.
Ο νέος την εκύτταζε κατάμματα.
— Έχε υπομονή, και θα σε βγάλω απ' την απορία. Τώρα θα την ιδής να βάλη πλώρη το Τραχήλι.
— Πώς το ξέρεις; είσαι μάγισσα;
— Ναι, είμαι…είμαι μάγισσα! είπεν αύτη εν πεποιθήσει.
Ο Μαθιός ησθάνθη αόριστον φόβον εις το σπινθηρίζον βλέμμα της.
Την ιδίαν στιγμήν, η σκαμπαβία εστράφη οριστικώς προς ανατολάς, κ' επανέλαβε ταχύτερον τον δρόμον της.
Ο Μαθιός αφήκεν επιφώνημα θαυμασμού.
— Ιδού τι είνε, επανέλαβε το Λιαλιώ. Ο μπάρμπα-Μοναχάκης, βάζω στοίχημα ενενήντα πέντε τα εκατό, είνε μέσα στη σκαμπαβία.
— Λοιπόν;
— Οι άλλοι που τραβούν κουπί, και για να γλυτώσουν το ξεπλάτισμα του μεγάλου ταξειδιού, και γιατί έτσι τους φαίνεται σωστότερο, θα είπαν να ψάξουν γύρω-γύρω στα νησιά, ίσως μας εύρουν πουθενά τρυπωμένους. Ο μπάρμπα-Μοναχάκης που ξέρει καλά πως εγώ δεν είχα καμμιά δουλειά στα νησιά, κ' ήθελα να πάω στην πατρίδα μου και μόνο, είνε βέβαιος πως τράβηξα ίσα πέρα για τα Τραχήλι, κι' αν με προφτάση πριν πατήσω το πόδι στον Αγνώντα, το μικρό λιμανάκι του δικού μας του νησιού, ελπίζει να με καταφέρη να τον ακολουθήσω πίσω στο χωριό το δικό σας. Γι' αυτό δεν θα ήθελε να χάση καιρό ψάχνοντας τριγύρω, στα νησιά, για να μη προφτάσω και του φύγω, άμα φτάσω μια φορά πέρα. Έτσι τους κατάφερε κείνους που είνε στα κουπιά, να τραβήξουν εμπρός, κι' ας βλαστημούν μέσα τους πλεια. Τι να γείνη!
— Λοιπόν;
— Τώρα σαν προχωρήσουν κάμποσο αυτοί, εμείς περνούμε πέρα. Δος μου το ένα κουπί.
Ο νέος δεν αντέστη, και μετέθεσε προς την πρύμνην την μίαν κώπην.
Βραχεία παρήλθεν ώρα, και η σκαμπαβία είχεν απομακρυνθή τόσον, ώστε μόλις εφαίνετο εις το βάθος του αχανούς ορίζοντος ως μέλαν κυμαινόμενον σημείον και ως μαύρη κηλίς επί της επαργύρου επιφανείας της θαλάσσης.
— Τώρα να το βάλουμε στα κουπιά! ανέκραξε μετά φαιδράς χάριτος το Λιαλιώ.
Ο κυρ-Μοναχάκης ήτο τω όντι επί της σκαμπαβίας, και η νοσταλγός δεν είχεν απατηθή. Ημίσειαν ώραν μετά την επιβίβασιν των δύο φυγάδων, είχε την δυσαρέσκειαν να μάθη ότι «το Λιαλιώ του» δεν ήτο πλέον οίκοι. Εις το καφενείον όπου εκάθητο, ζωηρώς συζητών πολιτικά, με την μακράν του τσιμπούκαν ακοίμητον καπνίζουσαν πέραν της πλατείας βράκας του, δεκαετές παιδίον εισελθόν, ανυπόδητον, με υποκάμισον ραβδωτόν και περισκελίδα ομοίαν, είπε·
— Μπάρμπα, η γ'ναίκά σ' έφ'κει.
— Έφυγε; πού πάει; είπεν εξαφνισθεις ο χρηστός ανήρ.
— Δε ξέρου.
— Δε ξέρεις; Κι' από πού τώμαθες;
— Ου Βασίλ'ς τσ' Μάρκηνας ήτανε κειδά στου γιαλό κή τ'ν είδιει.
— Και ποιος είν' αυτός ου Βασί'λς τσ' Μάρκηνας;
Το παιδίον στραφέν προς την θύραν είπε·
— Να, κείνους απ' στέκειτη όξ' απ' την πόρτα.
Ο κυρ-Μοναχάκης και οι τέως ομιληταί του, των οποίων μεγάλως εκεντήθη η περιέργεια, εστράφησαν όλοι προς την θύραν.
Δεύτερον παιδίον οκταετές, ξυπόλητον, ξεσκούφωτον, με την μίαν σκελέαν ανασηκωμένην έως το γαστροκνήμιον, με τους πόδας βρεγμένους από την θάλασσαν, ίστατο έξω της θύρας, κρύπτον το ήμισυ του προσώπου όπισθεν της παραστάδος, το ήμισυ του σώματος όπισθεν του τοίχου, κυττάζον με τον ένα των οφθαλμών έσω του καφενείου.
— Εσύ, βρε, την είδες την γυναίκα μου να φεύγη; τον εφώναξεν ο κυρ- Μοναχάκης.
— Τ'ν' είδια, μπάρμπα, απήντησε το παιδίον.
— Και πού πάει;
— Ξέρου 'γώ.
Ο κυρ-Μοναχάκης εσηκώθη εν αδημονία, και με οργίλην χειρονομίαν έκαμε να τινάξη το τσιμπούκι του εις το έδαφος.
Το πρώτον παιδίον, το όποιον ίστατο πέντε βήματα απ' αυτού, ετρόμαξε, φοβηθέν μη φάγη καμμίαν με το τσιμπούκι, και έτρεξε να φύγη.
Το δεύτερον παιδίον έξω της θύρας έγεινεν άφαντον όπισθεν του τοίχου.
— Μη φοβάσαι, είπεν ο κυρ-Μοναχάκης, αν λες αλήθεια, δεν τρως ξύλο· μα έλα δω… ειπέ μου τι ξέρεις… γιατί…
Η λέξις αύτη ήτο η μόνη ην επρόφερε όπως υποδηλώση την θλίψιν, την οργήν και την εντροπήν του.
— Να, μπάρμπα, είπεν αναθαρρήσας και σταθείς εγγύς της θύρας ο παις. Ου Βασίλ'ς είδιει τη βάρκα, απ' μπήκεν η γ'ναίκα σ' μαζύ μει τ' Καλκώρ' του γυιό, κη κάμανε κατά του Δασκαλειό να σουργιανίσ'νε. Μει φώναξε κη μένα κη μώδειξε αλάργα τη βάρκα, μα τσ' ανθρώπ' δεν τσ' είδια. Λέγαμει πως θελά γυρίσ'νε γλήουρα πίσου· ύστερα τσ' είδαμει κη κάμανε πέρ' απ' τ'ν Πούντα κη βγήκανε όξ' απ' του λιμάν'. Καρτειρούμει να γυρίσ'νε πίσου, δε γυρίσανε.
— Και πόση ώρα είνε που τους είδατε;
— Να, ως δύο ώρης κη παραπάν'… ταπουτώρα.
— Και γιατί δεν ήρθατε πρωτήτερα να μου πήτε!
— Μα δεν είνε πουλλή ώρα… ως μια ώρα, μια ουρίτσα… κη παρακάτ'… λίγη ώρα… ταπουτουρίτσα.
Ο κυρ Μοναχάκης έκαμε νέαν οργίλην χειρονομίαν, διά ν' αποθέση παρά την γωνίαν το τσιμπούκι του. Το παιδίον έσπευσε να τραπή εις φυήν.
Εν τω μεταξύ ο Βασίλης της Μάρκαινας, όστις είχε προπορευθή κατά τριακόσια βήματα, έτρεχε με την προθυμίαν εκείνην, την οποίαν δεικνύουσι τα παιδία, όπως δώσωσι καλήν ή κακήν είδησιν, διά να πάρουν τα «συχαρήκια» εν τη πρώτη περιπτώσει, διά να διασκεδάσουν με την αμηχανίαν του ενδιαφερομένου εν τη δευτέρα. Έφθασεν ασθμαίνων υπό την οικίαν του πλοιάρχου της σκούνας, και σταθείς υπό τον εξώστην, όπου έβλεπε την θύραν ανοικτήν, και άφθονα φώτα εις τον θάλαμον, ήρχισε να φωνάζη με όλην την δύναμιν των πνευμόνων του·
— Μπάρμπα! πήρανε τ' βάρκα!
Ο Βασίλης δεν είχε την τόλμην να εισέλθη εις το καφενείον πριν, όπως δώση την είδησιν εις τον κυρ-Μοναχάκην. Αλλά τώρα, ιδών ότι ο σύντροφός του έδωκε την είδησιν χωρίς να φάγη ξύλον, και εκτός τούτου διότι είξευρεν ότι από τον εξώστην δεν θα τον έφθανεν η χονδρή ράβδος του πλοιάρχου, είχε λάβει θάρρος και έσπευσε να προλάβη τον σύντροφόν του, όπως απολαύση αυτός την ηδονήν.
Ο καπετάν Κυριάκος, όστις εκάθητο ακόμη παρά την τράπεζαν, μη χορταίνων να ψιλοταΐζη και να κουτσοπίνη, όπως συνηθίζει ο ναυτικός όταν διά τινας ημέρας επιστρέψη παρά την εστίαν του, παρατείνων και αναλύων επ' άπειρον την τόσον σπανίαν δι' αυτόν ηδονήν ταύτην, εσηκώθη κ' εξήλθεν εις τον εξώστην.
— Τ' είνε, βρε;
— Να, πήρανε τ' βάρκα σ'.
— Ποιος;
— Ου Μαθιός τ' Μαλαμού.
— Ποιος Μαθιός του Μαλαμού;
— Να, ου γυιος τς' Καληώρ'νας, πώς 'νε λένε;
— Και πού την πάει;
— Να, όξ' απ' του λιμάν'!
— Μοναχός του;
— Μαζύ μει μια γ'ναίκα.
— Μαζύ μει μια γ'ναίκα! επανέλαβεν έκπληκτος ο καπετάν Κυριάκος. Και ποια;
Δεν ηκούσθη η φωνή του παιδιού, το οποίον διά καλόν και διά κακόν επροφυλάσσετο υπό τον εξώστην.
— Και πώς δεν ήρθες να μου πης χαμπάρι! ανέκραξεν ο καπετάν
Κυριάκος.
Αλλά το παιδίον είχε γείνει άφαντον, όπισθεν της γωνίας του τοίχου, και μόνον τα βήματά του ηκούοντο δρομαία επί του λιθοστρώτου.
— Ο μούτσος του διαβόλ' ο γυιος θα τώστρωσε πουθενά στο μεθύσι, άρχισε να μονολογή ο καπετάν Κυριάκος, κι' άφησε την βάρκα στην τύχη της.
Πάραυτα έστειλε προς αναζήτησιν του μούτσου, τον οποίον μετά πολλάς ματαίας ερεύνας εις τα καπηλεία της αγοράς, εύρον τέλος εις μίαν παράμερην ταβέρναν, από τον μέσα δρόμον.
Ο πλοίαρχος παρήγγειλεν εις δύο των συντρόφων του, οίτινες ελάμβανον αναψυχήν κατ' οίκον, να δανεισθώσι λέμβον τινά όπως ανέλθωσιν εις την σκούναν και καταβιβάσωσιν από το κατάστρωμα την μεγάλην σκαμπαβίαν με τα έξ κουπιά. Δεν τον έμελε τόσον διά την γυναίκα ήτις εκλάπη, ως φαίνεται, ούτε διά τον τυχηρόν νέον όστις την είχεν συνοδεύσει, όσον διά την νεοπαγή, κομψήν και στερεάν φελούκαν του. Παρήγγειλεν επίσης να στρατολογήσωσιν εκ της προκυμαίας ως κωπηλάτας δύο ή τρεις πορθμείς και να τρέξωσιν εις καταδίωξιν της βαρκούλας.
Εν τω μεταξύ ο κυρ-Μοναχάκης, μαθών εις τίνα ανήκεν η κλαπείσα λέμβος, επαρουσιάσθη περίλυπος εις την οικίαν του πλοιάρχου.
— Μπορείς να πας μαζύ με την σκαμπαβία και του λόγου σου, του είπεν ο καπετάν Κυριάκος, όστις είχε μάθει τέλος εις τίνα ανήκεν η κλαπείσα (κατά την ερμηνείαν την οποίαν φυσικά έδιδε το κοινόν εις το συμβεβηκός) σύζυγος.
Ο κυρ-Μοναχάκης αυτό ίσα-ίσα επεθύμει, να υπάγη με την σκαμπαβίαν. Εφοβείτο να μείνη εν αγωνιώδει προσδοκία εις την πολίχνην, και του εφαίνετο ότι, αν ελάμβανε μέρος εις την καταδίωξιν, διά του αντιπερισπασμού τούτου ηπιώτερον θα ησθάνετο τον πόνον του. Έτρεφε πεποίθησιν εις την Λιαλιώ, ότι δεν ήτο ικανή, καθώς είπεν η ιδία, να προδώση την τιμήν του, αλλά και πάλιν, τις οίδε! Τις δύναται να εξιχνιάση της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας τα μυστήρια; Eγνώριζε την ασθενικήν και oνειροπόλον προδιάθεσίν της και την μεγάλην και βαθείαν νοσταλγίαν της. Αλλά πώς να δώση εις τους πολλούς να τα εννοήσωσιν αυτά; Αλλοίμονον εις όποιον πέση εις λάκκον πλήρη ύδατος, και ας είνε καθαρόν το ύδωρ. Πιθανόν ν' αποφασίσουν να σου δώσωσι χείρα βοηθείας, αλλά δεν θα παύσουν να σε περιγελώσιν. Αυτός όμως ήτο βέβαιος περί της Λιαλιώς του, όσον δύναται ανήρ να είνε βέβαιος περί γυναικός. Από τον καιρόν, καθ' ον, στενός φίλος του πατρικού της οίκου, την εφίλει και την εχόρευε τριετή εις τα γόνατά του, τριακοντούτης αυτός, από την εποχήν καθ' ην πενταετή την εφίλευε γλυκίσματα, άνευ υστεροβουλίας και προγνωστικού πνεύματος διά το μέλλον, από τον χρόνον καθ' ον τραυλίζουσα τον εκάλει «μπάρμπα-Μοναχάκη», έως της ημέρας καθ' ην, και σύζυγός του γενομένη, ακόμη εξηκολούθει να τον αποκαλή «μπάρμπα-Μοναχάκη», την είχε παρακολουθήσει παιδίσκην, νεάνιδα και γυναίκα, και την είχε μελετήσει καλώς, και είξευρεν ότι υπέρ πάσαν άλλην γυναίκα έζη με την κεφαλήν της και με τα νεύρα της.
Παρήλθεν ημίσεια ώρα εωσού οι δύο ναύται του καπετάν Κυριάκου πεισθώσι να ξεκολλήσουν από τα σπίτια των. Άλλη ημίσεια ώρα αχρισότου εύρωσι βάρκαν, ανέλθωσιν εις την σκούναν και καταβιβάσωσι την σκαμπαβίαν εις την θάλασσαν. Άλλη ημίσεια ώρα μέχρις ου στραιολογήσωσιν ως κωπηλάτας πορθμείς ή αλιείς εκ της προκυμαίας, των οποίων αι λέμβοι, δίκωποι ή τετράκωποι και βαρείαι ούσαι, δεν εκρίνοντο κατάλληλοι διά την καταδίωξιν, — και μέχρις ότου συνεννοηθώσιν όλοι, και είνε όλοι σύμφωνοι να εκπλεύσωσι. Τέλος επέβησαν της σκαμπαβίας, ο κυρ-Μοναχάκης έβδομος εκάθισεν εις το πηδάλιον, και εξεκίνησαν.
Διά συντόνου κωπηλασίας εξήλθον του λιμένος. Αλλά πού να εύρωσι την βαρκούλαν; Η θάλασσα, φλύαρος καθώς η γυνή, είνε όσον αύτη εχέμυθος, και ποτέ δεν διηγείται το μυστικόν της. Όσον είνε δυνατόν να εύρη τις τα ίχνη των αλλοτρίων φιλημάτων επί των χειλέων της γυναικός, άλλο τόσον είνε δυνατόν να εύρη επί της αχανούς κυανής εκτάσεως τα ίχνη της βαρκούλας. Τις οίδεν! επί τέλους, διελογίζετο ο κυρ-Μοναχάκης. γυνή ήτο. Ο έρως είνε πλάνος και η νεότης ευαπάτητος. Τις εγνώριζεν αν δεν είχεν αμαρτήσει ήδη; ω! καλά της το έλεγεν αυτός, ότι πλησίον του θα ήτο ασφαλής, διότι γηραιός σύζυγος επέχει προς τοις άλλοις τόπον πατρός διά νεαράν γυναίκα. Καλά το έλεγε κ' εκείνη, ότι πλησίον του θα ήτο ασφαλής, και αν ήθελε να σφάλη ακόμη. Τώρα, χιλιάκις αν ήτο αθώα, ο κόσμος θα την κατεδίκαζεν. Αλλά πλησίον του, χιλιάκις αν ημάρτανε, θα ήτο &τιμία& εις τα όμματα του κόσμου.
Οίμοι! καθώς η βασιλοπούλα του παραμυθιού, αν επεβάλλετο εις την διά του σαγιττεύματος θεοδικίαν, μόνον τα άκρα των δακτύλων της μιας χειρός της θα ήγγιζε το βέλος.
Εις το πέλαγος, ανάμεσα εις το μεταξύ των δύο νήσων πέραμα, έπλεεν η βαρκούλα.
Η φιλόφρων Ναϊάς των θαλασσίων ρευμάτων έφερε βοηθητικόν ρεύμα υπό την τρόπιν της, και η ευμενής Αύρα των απογείων πνοών έστειλεν ελαφράν ριπήν εις την πρύμνην της. Η δροσερά πνοή εδυνάμωσε τους βραχίονας και τους ώμους του νέου, κ' έσφιγξε τους απαλούς μυώνας της νεαράς γυναικός. Εκωπηλάτουν ως δύο ησκημένοι ερέται, τα ελαφρά κωπία δεν τους εκούραζον, και είχον υπερβή ήδη το ήμισυ της υγράς οδού.
Όταν η σκαμπαβία, η τρέχουσα με δρόμον απόλυτης φορβάδος, επλησίαζεν εις το ακρωτήριον Τραχήλι, τότε μόνον οι επ' αυτής ναυτικοί παρετήρησαν την βαρκούλαν.
— Τ' είν' εκεί;
— Η βάρκα.
Ο κυρ-Μοναχάκης έστρεψεν αριστερά την κεφαλήν.
— Α! αυτή είνε!
— Ποιος ξέρει; δεν πιστεύω να είνε αυτή, είπεν είς των ναυτών, όστις επεθύμει να ήτο τρόπος να μην ήτο αυτή, διά ν' απαλλαγή νέου, προσθέτου και λίαν ανιαρού κόπου.
— Αυτή είνε, χωρίς άλλο, είπεν άλλος, όστις επεθύμει να ήτο εκ παντός τρόπου αυτή, διότι μεγάλως τον εκέντριζεν η περίεργος αυτή θαλασσία σκηνή, αν κατώρθονον να συλλάβωσι την βάρκαν, μετά της γυναικός και του εραστού της.
— Αυτή είνε, απεφάνθη ο κυρ-Μοναχάκης· να τα γυρίσουμε κατά κει παιδιά· να ορτσάρω…
— Πού πάει από 'κεί; ηρώτησεν είς ναύτης.
— Πάει στον Άι-Νικόλα· το συντομώτερο δρόμο, βλέπεις, διαλέξανε· κ'
ημείς ξεπλατισθήκαμε τόσην ώρα να τρέχουμε στο βρόντο.
— Να τα γυρίσουμε, παιδιά! έκραξεν ο κυρ-Μοναχάκης, σας παρακαλώ
γλήγορα να τα γυρίσουμε· σία ένας, να ορτσάρω!
Οι έξ ερέται είχον αφήσει τας κώπας, και η σκαμπαβία έβαινεν ακόμη με την «κεκτημένην ταχύτητα». Ο κυρ-Μοναχάκης εφώναζεν εν τούτοις, φειδομένος του χρόνου τον οποίον έχαναν·
— Σία, παιδιά, σία. Γυρίστε κατά 'κεί!… όρτσα σκαμπαβία! Αλλ' ουδείς προσείχεν εις αυτόν. Συμβούλιον είχε στηθή εν μέσω του πελάγους. Άλλοι έλεγον να προχωρήσωσιν εμπρός, άλλοι να στραφώσι βορείως προς το μέρος της βαρκούλας. Τέλος υπερίσχυσεν η γνώμη των πλείστων, οίτινες ηλεκτρίζοντο εκ του προσδοκωμένου απολαυστικού θεάματος.
Έστρεψαν αριστερά την πρώραν, κ' έλαβον τας κώπας με νέαν ρώμην, οίαν μετέδιδεν εις τους ανθρώπους η φυσική προς την νίκην φιλοτιμία και η προσδοκία του παραδόξου θηράματος. Αλλ' η σκαμπαβία απείχε τώρα από τον όρμον, προς ον έπλεε, τον τριπλούν του δρόμου όσον απείχεν η βαρκούλα. Και αν η πρώτη είχε τριπλήν δύναμη κοπών, είχεν όμως και πενταπλούν όγκον και τριπλάσιον βύθισμα.
Ο Μαθιός είδεν εγκαίρως την στροφήν την οποίαν έκαμεν αιφνιδίως η σκαμπαβία, και υπέδειξε το πράγμα εις την σύντροφόν του.
— Κύτταξε, είπε· μας κυνηγούν.
— Τώρα ας μας πιάσουν! ανέκραξεν ευθύμως το Λιαλιώ. Μου φαίνεται πως είνε μακρύτερα από μας.
— Ω! βέβαια· πολύ μακρύτερα. Μα έχουν πολλά κουπιά.
— Κ' ημείς έχομε μεγάλη δύναμι!
Κ' εδιπλασίασε την ζέσιν της εις την κωπηλασίαν.
Επί μίαν ώραν και πλέον επαίχθη κατά μήκος της ακτής εκείνης, ενώ η ωχρά σελήνη κατήρχετο ηρέμα προς δυσμάς και η φωνή του αλέκτορος ηκούετο εκπέμπουσα το δεύτερον λάλημα ανά τας σπαρτάς επί των κλιτύων και των κοιλάδων αγροικίας, το παιγνίδιον του φοβερού και μεγαλοπλοκάμου οκτάποδος του κυνηγούντος την μαρίδα, και του καταδυομένου και φιλοπαίγμονος δελφίνος του θηρεύοντος την ζαργάναν. Η σκαμπαβία έτρεχε, μετά ρυθμικού κρότου των κωπών επί των σιδηρών διχαλωτών σκαλμών, με δύναμιν απαισίου καρχαρίου, πομπώδης και μονότονος. Η βαρκούλα έφευγεν επί του κύματος ως ο φελλός, μετ' ελαφρού ως ο κρότος του φιλήματος φλοίσβου, απωθούσα με τας μικράς παιγνιώδεις κώπας της τα ύδατα, τα οποία την εθώπευον και την προέπεμπον τρέχοντα μεταξύ της, ως τιμητική συνοδεία, προηγουμένη και επομένη βασιλικού άρματος, και θα έλεγέ τις ότι αόρατοι Τρίτωνες την έφερον επιπολής του κύματος διά να μη χάνη ταχύτητα με της τρόπιδος το βύθος.
Εν τούτοις, οφθαλμοφανώς, η σκαμπαβία εκέρδιζε δρόμον επί της βαρκούλας. Έτρεξαν ακόμη, έτρεξαν πολύ, και πάντοτε, η σκαμπαβία εκέρδιζε δρόμον, και πάντοτε πλησιεστέρα εφαίνετο, εωσότου η απόστασις, η χωρίζουσα ακόμη την βαρκούλαν από της παραλίας, ήτο ήδη μικρά, ελαχίστη, και όσον και αν έτρεχε, η σκαμπαβία, ο Μαθιός επρόλαβε κ' έρριψε την βαρκούλαν μεθ' ορμής εις τα ρηχά, επί της άμμου.
— Πάντα κατευόδιο, έκραξε φαιδρώς το Λιαλιώ.
Ηγέρθη, και βλέπουσα τον λευκόν τοίχον του ναΐσκου του Αγίου Νικολάου στίλβοντα εις το φως της σελήνης, έκαμε τον σταυρόν της κ' επήδησε πρώτη εις την άμμον της παραλίας, βρέξασα τας πτέρνας εις το ύδωρ.
Ο Μαθιός επήδησε κατόπιν της κ' εδοκίμασε να σύρη την βάρκαν.
Η σκαμπαβία δεν απείχεν ήδη ή είκοσιν οργυιάς από του όρμου.
Ο νέος επροσπάθει να σύρη επί της άμμου την βάρκαν, σπεύδων να συνοδεύση την Λιαλιώ επάνω εις το χωρίον. Υπώπτευεν ότι οι άνθρωποι της σκαμπαβίας θα τους εκυνήγουν κ' επί της ξηράς, και, χωρίς να ειξεύρη διατί, ήτο ευτυχής διά τούτο. Η τελευταία εκμυστήρευσις της Λιαλιώς, περί του μνηστήρος του πνιγέντος εν τω Ευξείνω, δεν ίσχυσε να τον καθησυχάση, και ο πειρασμός του ενέπνεε την σκέψιν ότι, μία γυνή ήτις ελησμόνησε τον ατυχή εκείνον διά να νυμφευθή ένα γέροντα, ήτο ικανή να εγκαταλίπη τον γέροντα δι' ένα τρίτον μένοντα εις την πατρίδα της. Αλλ' αν τους κατεδίωκον ομού εις την ξηράν, και αύτη ενεπιστεύετο εις αυτόν και απήρχοντο ομού εις το χωρίον της, ω! τότε ο έρως του θα καθηγιάζετο επί της ξηράς και της θαλάσσης.
Αίφνης, η φωνή του κυρ-Μοναχάκη, όστις εφαίνετο όρθιος, εις το φως της σελήνης, παρά την πρύμνην της σκαμπαβίας, ηκούσθη εν τη σιγή της νυκτός·
— Λιαλιώ! ε! Λιαλιώ!
Η Λιαλιώ εστάθη σύννους, κάτω νεύουσα την κεφαλήν, και είτα κράξασα, απήντησεν·
— Ορίστε, μπάρμπα-Μοναχάκη;
— Θέλεις να πας στους γονείς σου, ψυχίτσα μου; Καλά θα κάμης! Καρτέρει νάρθω κ' εγώ, να σε συνοδεύσω ως εκεί, μήπως κακοπαθήσης στο δρόμο, μοναχή σου, αγάπη μου!
— Καλώς ναρθής, μπάρμπα-Μοναχάκη! απήντησεν ανενδοιάστως το Λιαλιώ.
Ο νέος ίστατο εντροπαλός πλησίον της, κυττάζων αυτήν, έμφοβος και μη εννοών.
— Σύρε στο καλό, με τη σκαμπαβία, Μαθιέ μου, π'λάκι μου, του είπε με τόνον ειλικρινούς συγκινήσεως το Λιαλιώ· κρίμα 'ς που είμαι μεγαλείτερη στα χρόνια από σένα· αν πέθαινε ο μπάρμπα-Μοναχάκης, θα σ' έπαιρνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια